καποια περι την πανδημια ζητηματα η τριτη παρεμβαση μου

 

Πειραιάς 24-5ου -2020

   Προς
1. Τον Κύριο Νίκο Χαρδαλιά
2. Τον Κύριο Σωτήρη Τσιόδρα

Ανοικτή επιστολή, τρίτη

Αγαπητέ συνάδελφε και Κύριε Υπουργέ

 

Οι δύο προηγούμενες επιστολές μου που σας έστειλα ανοικτές, αλλά και με την υπηρεσιακή οδό,  παρέμειναν – για να δοξάζετε η ελληνική ιδιαιτερότητα- αναπάντητες.  Ούτε και κάποια κίνηση παρατήρησα για την αντιμετώπιση των όσων σας είχα προτείνει και των στρεβλώσεων που σας είχα επισημάνει.   Προφανώς ούτε εσείς βρήκατε το χρόνο, ούτε κάποιος από αυτούς που σας περιτριγυρίζουν και σας συντρέχουν καταδέχτηκε να τις διαβάσει  και να σας ενημερώσει σχετικά . Λογικά λοιπόν θα έπρεπε να πάψω να σας γράφω ,αφού ο ιός της παντογνωσίας  εξακολουθεί να ενδημεί ακαταμάχητος  και στα δύο Υπουργεία που εκπροσωπείτε,( όπως και στα υπόλοιπα , είμαι βέβαιος) ,για να μη πηγαίνει ο κόπος  μου χαμένος.

Δεν θα το πράξω όμως ακόμα για πολλούς λόγους  όπως :

1.Επειδή « τα πράγματα  είναι πολύ σοβαρά» όπως μας βεβαιώνουν και γνωστοί αστέρες του τυφλόγυαλου  και  επειδή  όπως  μας διαβεβαιώνει και η Κυβέρνηση  με συνεχιζόμενες διαφημιστικές της καμπάνιες « ο κίνδυνος δεν μας ξέχασε – ας μην τον ξεχάσουμε κι εμείς».

2 .Επειδή αδυνατώ να αποβάλλω τις αναχρονιστικές μου αντιλήψεις περί  Συντάγματος , της  υποχρέωσης των κρατικών λειτουργών να το τηρούν πάντοτε και όχι μόνο όποτε τους βολεύει ,να το αγνοούν δε επιδεικτικά όταν φαίνεται να τους δημιουργεί δυσκολίες  ή  να τους εμπλέκει σε άλλους πάσης φύσεως μπελάδες. Και επίσης της θεμελιώδους υποχρέωσης όλων μας να το σεβόμαστε , να υπηρετούμε την Πατρίδα και τη Δημοκρατία και να αντιστεκόμαστε  σε οποιαδήποτε  πρακτική της Εξουσίας να αγνοήσει τις διατάξεις του.

 

3.Επειδή εξακολουθώ να πιστεύω ότι στέρεη  βάση του καθένα μας -  επιστήμονα ή μη -  , είναι η ρήση του Αριστοτέλη ότι « πάντες άνθρωποι ορέγονται του ειδέναι φύσει» .


Συνεχίζω λοιπόν την προσπάθειά μου να επικοινωνήσω μαζί σας.

     Αγαπητέ συνάδελφε και  .Κύριε Υπουργέ θα ήθελα κατ’ αρχήν να επικαλεστώ  και να σας θυμίσω δύο βασικής σημασίας άρθρα του Συντάγματος της Πατρίδας μας : Τα άρθρα 5 και 5Α. 
 
Το άρθρο 5 λοιπόν   μεταξύ άλλων ορίζει ότι « Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη.
 
Το δε  άρθρο 5Α  που ορίζει ότι :
 « 1. Καθένας έχει δικαίωμα στην πληροφόρηση, όπως νόμος ορίζει. Περιορισμοί στο δικαίωμα αυτό είναι δυνατόν να επιβληθούν με νόμο μόνο εφόσον είναι απολύτως αναγκαίοι και δικαιολογούνται για λόγους εθνικής ασφάλειας, καταπολέμησης του εγκλήματος ή προστασίας δικαιωμάτων και συμφερόντων τρίτων.
2. Καθένας έχει δικαίωμα συμμετοχής στην Κοινωνία της Πληροφορίας. Η διευκόλυνση της πρόσβασης στις πληροφορίες που διακινούνται ηλεκτρονικά, καθώς και της παραγωγής, ανταλλαγής και διάδοσής τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους, τηρουμένων πάντοτε των εγγυήσεων των άρθρων 9, 9Α και 19.»

 

Επειδή λοιπόν, αγαπητέ μου συνάδελφε και Κύριε Υπουργέ:

 

      Το  Σύνταγμα της Πατρίδας μου μού  δίνει το δικαίωμα και μου επιβάλλει την υποχρέωση να σας κρίνω, να επισημαίνω τα λάθη σας , να σας υποδεικνύω  ,πως θα μπορούσατε να χειριστείτε τα προβλήματα καλλίτερα και ακόμη να κάνω ό,τι μπορώ για να σας αποτρέψω από τη λήψη διοικητικών μέτρων καταχρηστικών και δυσανάλογων των κινδύνων για την αντιμετώπιση των οποίων επιβάλλονται και οι αρνητικές συνέπειες των  οποίων θα ήταν ενδεχομένως περισσότερες και βαρύτερες από τις θετικές.

 

     Επειδή επίσης  στον ωκεανό επιστημονικών, κοινωνικών ,οικονομικών και ηθικών αβεβαιοτήτων  στον οποίο όλοι μας αβοήθητοι πνιγόμαστε , ο καθένας  μας  θα πρέπει να αναλάβει και την προσωπική του ευθύνη για τον τρόπο  που θα οργανώσει και θα ρυθμίσει τη δική του  ζωή και το μέλλον του  και όσων εξαρτώνται  από τις δικές του επιλογές . Και οι επιλογές του  μάλλον θα είναι καλλίτερες   εάν γνωρίζει περισσότερα από όσα εσείς , πολύ λίγα  και λανθασμένα εν πολλοίς μας γνωστοποιείτε .

 

Επειδή  τέλος , ανεξάρτητα από όποιους πρακτικούς λόγους, η ανθρώπινη φύση με ωθεί να επιθυμώ και να  επιδιώκω ( ορέγομαι) να μαθαίνω ( ειδέναι) :

 

Σας ρωτώ και περιμένω το ταχύτερο  την απάντησή σας :

Τι ακριβώς αντιπροσωπεύει ο αριθμός που αναφέρετε  σχετικά με την ηλικία των θανόντων; Είναι η μέση τιμή που αναφέρει ο ΕΟΔΥ ή η διάμεση τιμή που αναφέρετε εσείς Κύριε Τσιόδρα ; Κανείς από αυτούς που περιτριγυρίζουν και σας δίνουν τα στοιχεία ( Το ιστορικό παρελθόν της ημιπαράλυτης κρατικής εξουσίας με κάνει να φοβάμαι πως θα είναι αρκετοί και ενδεχομένως κάποιοι αργόμισθοι) δεν έμαθε ακόμη ότι οι δύο αυτές τιμές  δεν μπορεί να είναι ίδιες, αφού αλλιώς υπολογίζονται. Στην προηγούμενη επιστολή μου σας ανέφερα σχετικά παραδείγματα . Αν δεν τους φτάνουν  ας ανατρέξουν στα μαθήματα της τρίτης λυκείου και εκεί θα πληροφορηθούν και με σχετικά παραδείγματα  ότι :  Η μέση τιμή προκύπτει από το άθροισμα των παρατηρήσεων δια του πλήθους των παρατηρήσεων. Ενώ, Διάμεσος (δ) ενός δείγματος ν παρατηρήσεων οι οποίες έχουν διαταχθεί σε αύξουσα σειρά ορίζεται ως η μεσαία παρατήρηση, όταν το ν είναι περιττός αριθμός, ή ο μέσος όρος (ημιάθροισμα) των δύο μεσαίων παρατηρήσεων όταν το ν είναι άρτιος αριθμός.

Προκειμένου λοιπόν να προβώ στις δικές μου παρατηρήσεις επί του θέματος ( π.χ. να διαπιστώσω ποια είναι και η επικρατούσα τιμή ή ποιες είναι αυτές οι τιμές κατά ομάδες ηλικιών  κτλ.)    σας  παρακαλώ  να μου γνωρίσετε  την ηλικία  του καθένα από τους μέχρι σήμερα 171 συνολικά θανόντες..

Σας παρακαλώ επίσης :

Να μου γνωρίσετε τον αριθμό, την αιτία θανάτου και την ηλικία του καθένα  από τους θανόντες  κατά το ίδιο χρονικό διάστημα  από άλλες αιτίες . ‘Όπως επίσης  τα ίδια στοιχεία για του θανόντες   το ίδιο χρονικό διάστημα του έτους 2019.

Θα επίσης  να μάθω εάν έχετε ζητήσει από την  Ελληνική Ψυχιατρική Εταιρεία  ( όπως σας έχω  προτείνει) να διατυπώσει σχετικές οδηγίες  απευθυνόμενες όχι μόνο  προς τους πάσχοντες αλλά και προς τους αρμόδιους να γνωρίζουν και να αντιμετωπίζουν τις ενδεχόμενες επιπτώσεις από την παράταση ή την επίταση των περιοριστικών μέτρων.

Εν όψει δε του ενδεχομένου  επαναλειτουργίας  και των δημοτικών σχολείων σκέπτομαι με δέος  τις επιπτώσεις στον ψυχισμό μικρών παιδιών , όταν βρεθούν σε ένα περιβάλλον  όπου το ιερό πρόσωπο του ανθρώπου – ένσαρκο και πνευματικό –  μοναδικό και ανεπανάληπτο ,θεμέλιο ύπαρξης και ανάπτυξης  του κάθε ανθρώπινου όντος και οδηγός του στις σχέσεις του με τους άλλους και την οργάνωση του κοινωνικού βίου ,  θα έχει ξαφνικά  μεταβληθεί  σέ ένα μίζερο  άχαρο και αγνώριστο προσωπείο. Πολύ θα ήθελα να ξέρω τη γνώμη των  συναδέλφων μου της Ελληνικής Παιδοψυχιατρικής Εταιρείας και  σας προτείνω να τη ζητήσετε .

Αυτά προς το παρόν και θα συνεχίσω.

Να είστε καλά

Χάρης Βαρουχάκης

 

 

ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ:    Facebook
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ

Κάποια περί την πανδημία ζητήματα. Η δεύτερη παρέμβασή μου στους αρμόδιους που παρέμεινε αναπάντητη όπως και η προηγούμενη

 

Ωρωπός 8 Μαΐου 2020
Προς
1. Τον Κύριο Νίκο Χαρδαλιά
2. Τον Κύριο Σωτήρη Τσιόδρα

Δεύτερη ανοικτή επιστολή

Αγαπητέ συνάδελφε και Κύριε Υπουργέ

 Συνεχίζω την προσπάθειά μου να επικοινωνήσω μαζί σας.

Θα  μου επιτραπεί  κατ’ αρχήν μια παρατήρηση: .Την καθημερινή ενημέρωση του Τύπου  αλλά και των πολιτών έχετε αναλάβει εσείς Κύριε Υπουργέ  και εσείς Κύριε Τσιόδρα, ως   εκπρόσωποι του Υπουργείου προστασίας του Πολίτη και του Υπουργείου Υγείας αντίστοιχα. Το κοινό ενημερώνει  όμως επίσης και ο ΕΟΔΥ ( Εθνικός Οργανισμός Δημοσίας Υγείας,) που επίσης εποπτεύεται από το Υπουργείο Υγείας.

 Εδώ και καιρό έχω σημειώσει σ’ αυτή την ενημέρωση  μια σοβαρή αστοχία που συνεχίζεται  . Συγκεκριμένα: Μέχρι τις  αρχές Απριλίου τόσο εσείς Κύριε Τσιόρδα όσο και ο ΕΟΕΔΥ  ως σημαντικά  στοιχεία για την πορεία της επιδημίας χρησιμοποιούσατε τη  «μέση τιμή» των ηλικιών των θανόντων ασθενών.  Έκτοτε όμως  εσείς  Κύριε Συνάδελφε χρησιμοποιείτε τη «διάμεση τιμή» ως προς την ηλικία των θανόντων  και  επίσης την διάμεση τιμή για την ηλικία των διασωληνομένων ασθενών. Ο ΕΟΔΥ όμως εξακολουθεί να αναφέρεται στη μέση τιμή ως προς την ηλικία των θανόντων ενώ δεν αναφέρεται στην ηλικία των διασωληνομένων σθενών.

Γνωρίζουμε όμως ότι μέση τιμή και η διάμεση τιμή ουδόλως ταυτίζονται  Είναι μάλιστα ενδεχόμενο να διαφέρουν  πολύ. Αναφέρω ως παράδειγμα ( για όσους φίλους διαβάσουν την επιστολή μου) ,όπου  η μέση τιμή είναι πολύ μικρότερη από τη διάμεση ,την περίπτωση πέντε θανόντων  ασθενών των οποίων η ηλικία κατ’ αύξουσα σειρά είναι:35,45,75,80,85.έτη.  Στην περίπτωση αυτή η μεν  διάμεση τιμή είναι 75 έτη η δε μέση τιμή μόνο 64.. Σε άλλο παράδειγμα όπου οι ηλικίες των πέντε θανόντων ήταν: 35,45,50,75,85 έτη , η μεν διάμεση τιμή  είναι 50 έτη , η δε μέση ,πολύ μεγαλύτερη , είναι 58 έτη..Θα συμφωνήσετε ελπίζω ότι τέτοιες διαφορές δεν είναι επιτρεπτές σε επίσημες πηγές πληροφόρησης και η αστοχία θα πρέπει να διορθωθεί αμέσως.

Σας προτείνω επίσης να συμπληρώσετε την ενημέρωση γνωστοποιώντας και άλλους  επιδημιολογικούς  δείκτες ή άλλα στοιχεία που θα μπορούσαν να δώσουν καλλίτερη εικόνα για την πορεία της επιδημίας ,  όπως, πχ ,την εξέλιξη των θανάτων από άλλες αιτίες σχετιζόμενες ενδεχομένως με τα περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν ή συνεχίζονται. 

Επί τη ευκαιρία θα ήθελα να σας επισημάνω ότι τυχόν επιβολή  πρόσθετων περιοριστικών  μέτρων ειδικά για τους μεγάλης ηλικίας πολίτες είναι παντελώς απαράδεκτοι. Οι πολίτες αυτοί είναι σε θέση  να κρίνουν και να επιλέξουν μια ζωή ποιο ασφαλισμένη , αλλά μίζερη και στερημένη από κάθε πηγή χαράς και ψυχικής  ανάσας ή μια ζωή λιγότερο ασφαλή αλλά που τους παρέχει τη δυνατότητα να χαίρονται ό,τι ακόμη μπορούν να χαρούν τον λίγο ή τον περισσότερο χρόνο που έχουν μπροστά τους.  Και παρακαλώ εσάς  Κύριε Συνάδελφε  να θυμάστε ότι η κατάθλιψη σο0βαρό ενδεχόμενο των αυστηρών περιορισμών, δεν είναι καλό σημάδι.

Θα ήθελα ακόμη να σημειώσω ότι ο ΕΟΔΥ έχει αναρτήσει  με επιμέλεια  αρκετές πολύ χρήσιμες και τεκμηριωμένες  « Οδηγίες  από Επιστημονικές Εταιρείες». Η Ελληνική Ψυχιατρική Εταιρεία δεν περιλαμβάνεται σ’ αυτές.. Προτείνω να της ζητηθούν . Και όχι μόνο απευθυνόμενες προς τους πάσχοντες αλλά και προς τους αρμόδιους να  γνωρίζουν και να αντιμετωπίζουν τις ενδεχόμενες επιπτώσεις από την παράταση ή την επίταση των περιοριστικών μέτρων.

Αυτά προς το παρόν 

Να είστε καλά

Χάρης Βαρουχάκης

ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ:    Facebook
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ

Κάποια περί την πανδημία ζητήματα. Η πρώτη παρέμβασή μου

 

Ωρωπός 30 Απριλίου 2020

                    Προς

1.     Τον Κύριο Νίκο Χαρδαλιά

2.     Τον Κύριο Σωτήρη Τσιόδρα

                                      Πρώτη     Ανοικτή  Επιστολή

Αγαπητέ συνάδελφε και Κύριε Υπουργέ

Πολλοί ίσως νομίσουν ότι  ,περισσότερα από είκοσι χρόνια στη σύνταξη , δεν μου πέφτει πια λόγος  για τα συμβαίνοντα  και τα σχεδιαζόμενα στο χώρο της Υγείας και ειδικότερα της Ψυχικής .

Διαφωνώ απολύτως , όπως και το Σύνταγμα  άλλωστε. Πιστεύω δε ότι ούτε και σεις ,και κυρίως εσείς Κύριε Τσιόδρα,  συμμερίζεστε τέτοιες απόψεις και ότι  αντίθετα θα θέλατε να ξέρετε τι  σκέπτεται  και τι προτείνει  ένας επί σαράντα χρόνια δημόσιος λειτουργός ,από πολύ υπεύθυνες θέσεις.

Σας στέλνω λοιπόν αυτή την επιστολή. Την δημοσιεύω και ανοικτή  με την ελπίδα  πως κάποιος από αυτούς που είναι κοντά σας  , αποδειχτεί άξιος της ευθύνης που του έχετε  αναθέσει και σας ενημερώσει , δεδομένου ότι  εσείς- ταλανιζόμενοι  μέσα σε ένα  όγκο επικίνδυνων και κατεπειγόντων  προβλημάτων- δεν είναι δυνατό να έχετε άμεση και προσωπική ενημέρωση για τα πάντα  Και επίσης ως μια μικρή συμβολή στην άμβλυνση  του κλίματος αντιπαράθεσης που τείνει  να δημιουργηθεί.

Αγαπητέ συνάδελφε και Κύριε Υπουργέ,

Πολλούς  , ίσως και σας τους ίδιους, αιφνιδίασαν τα όσα  συνέβησαν στους λεγόμενους οίκους ευγηρίας  και στη Κλινική στο Περιστέρι. Δεν αιφνιδίασαν όμως   αυτούς που επί δεκαετίες  παρακολουθούν  όσα η ημιπαράλυτη κρατική  εξουσία  διευκόλυνε ή ανεχόταν να συμβαίνει, αδιάφορη για τις συνέπειες των επιλογών , της ανοχής και της αδράνειάς της   ,συνέπειες  που όλοι εμείς   πληρώνουμε  τώρα  , με τόσο επαχθές κόστος.

 Αγαπητέ συνάδελφε και Κύριε Υπουργέ. 

Παρακολουθώ ανελλειπώς τα στοιχεία που ανακοινώνετε για την εξέλιξη της επιδημίας .Και συμμερίζομαι  τους έκδηλους φόβους σας και την επιφυλακτικότητά σας  για το τι μας επιφυλάσσει το μέλλον. Είναι επίσης  για μένα προφανές  ότι  έχετε επωμισθεί  ένα πολύ βαρύ  σωματικό, ψυχικό και ηθικό φορτίο στην προσπάθειά σας να πράξετε , κάθε φορά  ό,τι  κρίνετε ότι θα ήταν το καλλίτερο ή μάλλον το λιγότερο κακό ,  ότι πράττετε  ακούοντας  μόνο τη φωνή της συνείδησή σας και  ότι δεν καταδέχεστε να εκχωρήσετε το λόγο   σας σε οποιαδήποτε κομματική, οικονομική ή άλλη σκοπιμότητα.  Και πάνω από όλα  κατανοώ απολύτως αγαπητέ Κύριε Τσιόδρα  την αγωνία σας, όταν καλείστε και πρέπει να δώσετε απάντηση σε επιστημονικής αλλά κυρίως ηθικής τάξης διλήμματα , όπως π.χ. να εισηγηθείτε χαλάρωση των μέτρων με προφανή τον κίνδυνο να αυξηθούν οι θάνατοι από  νέα επέλαση του ιού  ή συνέχιση των αυστηρών περιοριστικών μέτρων με προφανή τον κίνδυνο να αυξηθούν οι θάνατοι  από άλλες  αιτίες.

Γνωρίζετε όμως  ότι δεν  είναι πολλοί όσοι κατανοούν και αποδέχονται ότι η Επιστήμη δεν ξέρει τα πάντα και δεν θεωρεί τίποτα ως απολύτως δεδομένο  και ότι η πρόσθετη γνώση  οδηγεί σε πρόσθετη άγνοια, αφού,  η νέα γνώση προκαλεί νέα ερωτήματα που ζητούν απάντηση.

 Να είστε λοιπόν έτοιμος αγαπητέ συνάδελφε , σε μια τέτοια  περίπτωση ή άλλη που η επιλογή σας και η εισήγησή σας  στη Κυβέρνηση θα αποδειχτεί από τα γεγονότα  κακή , να δεχθείτε  τη μήνη όλων αυτών που σας εξυμνούν  και σας κανακεύουν τώρα  , και που θα στραφούν εναντίον σας με τον ίδιο και μεγαλύτερο ζήλο, ενισχυόμενο από κομματικές σκοπιμότητες και αδίστακτους κυνηγούς της τηλεθέασης . Και με το θάρρος και τα προνόμια της ηλικίας σας συμβουλεύω να προνοήσετε για το πώς θα προστατέψετε  το προσωπικό σας κύρος αλλά και το κύρος της επιστήμης , λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη  ότι η Κρατική εξουσία  είναι διαχρονικά εθισμένη στη μετάθεση ευθυνών.

 Αγαπητέ συνάδελφε και Κύριε Υπουργέ

Ο Πρωθυπουργός και οι αρμόδιοι υπουργοί ανακοίνωσαν χθες  τους σχεδιασμούς τους για το μέλλον , βασισμένους  ,όπως εμφαντικά λέχθηκε στις εισηγήσεις των ειδικών επιστημόνων  και κυρίως της Επιτροπής  της οποίας εσείς  Κύριε Τσιόδρα προεδρεύετε .

Δεν γνωρίζω  σε ποιες  άλλες συγκεκριμένες ενέργειες και δράσεις  σκοπεύετε  να προβείτε  στο επόμενο διάστημα , πλην αυτών τις οποίες έχετε ήδη εξαγγείλει . Δεν γνωρίζω επίσης ποια υλικά μέσα και ποιο ανθρώπινο δυναμικό διαθέτετε  προκειμένου  να υλοποιηθούν με επιτυχία οι σχεδιασμοί της Κυβέρνησης .Σε αυτό το κρίσιμο ζήτημα  έχω μόνο να κάνω μια παρατήρηση και παρακαλώ να τη λάβετε σοβαρά υπόψη.:  Η έκδοση οδηγιών  εφαρμογής ,από ανώτερους προς κατωτέρους  ,χωρίς επαρκή υλικά μέσα  και χωρίς επαρκές σε αριθμό και εξειδίκευση  ανθρώπινο δυναμικό , είναι πάγια πρακτική  για την μετάθεση ευθυνών σε περίπτωση ατυχούς αποτελέσματος. Το ίδιο ισχύει και για την εξαγγελία όποιων  μέτρων που η υλοποίησή τους εμφανίζει μεγάλες δυσκολίες ή παράπλευρα προβλήματα  και που ο έλεγχος της εφαρμογής τους είναι αδύνατος. Τέτοιες λοιπόν πρακτικές θα πρέπει να αποφεύγονται.

Αυτά προς το παρόν και θα επανέλθω σε ειδικότερα θέματα  και κυρίως σχετιζόμενα με δομές που νοσηλεύουν  γηριατρικούς ασθενείς και ψυχικά πάσχοντες.

                       Να είστε καλά

                   Χάρης  Βαρουχάκης

ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ:    Facebook
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ

τροποποιηση του νομου 2071/92. εκτη αναρτηση.το τριτο προβλημα ορισμου


Ωρωπός 5 Απριλίου 2020

Σκέψεις ,προβληματισμοί και προτάσεις για την τροποποίηση του Νόμου 2071/92.

Δεύτερο μέρος : Τα προβλήματα και οι αιτίες τους .
 Το τρίτο πρόβλημα ορισμού

 Φαίνεται ότι το Νομοσχέδιο για την « Ακούσια Ψυχιατρική περίθαλψη» της προηγούμενης  Κυβέρνησης   οδεύει προς τις ελληνικές καλένδες. Εξ άλλου, η επιδημία ,που ενέσκηψε,  έβαλε τους ψυχικά πάσχοντες στη θέση που τους πρέπει.  (Κατά τη διαχρονική άποψη βέβαια των υποτιθέμενων υγιών και την ασκούντων την εξουσία ) .  Να αντιμετωπίζονται δηλαδή ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας .
Για κάποιους  άλλους λίγους όμως , η ανάγκη  βελτίωσης  και εκσυγχρονισμού  της ισχύουσας νομοθεσίας παραμένει , αφού  η κατάσταση που έχει ήδη παγιωθεί είναι εντελώς απαράδεκτη.  Θα συνεχίσω λοιπόν να διατυπώνω  για το θέμα αυτό τις σκέψεις μου, τους προβληματισμούς μου και τις προτάσεις μου  για την περίπτωση που  η Κυβέρνηση αποφασίσει κάποια στιγμή , ότι πρέπει να επιληφθεί του ζητήματος .
Έχω ήδη σημειώσει , σε προηγούμενες αναρτήσεις μου,  ότι μια  βασική πηγή μειζόνων και δυσεπίλυτων προβλημάτων είναι η εγγενής και μεγάλη δυσκολία να χρησιμοποιηθούν ,κατά τη διατύπωση των σχετικών διατάξεων και των διαδικασιών εφαρμογής τους στην πράξη  , λέξεις με σαφή και μονοσήμαντο εννοιολογικό προσδιορισμό. Λέξεις δηλαδή που θα έχουν το ίδιο νόημα για όλους. Αυτή η δυσκολία οδήγησε  διαχρονικά  ,κατά τη διατύπωση των σχετικών διατάξεων, στη χρήση λέξεων και όρων ασαφών, αόριστων  και επιδεκτικών  διαφορετικών αναγνώσεων και ερμηνειών , που επιτρέπουν και διευκολύνουν την κατά το δοκούν εφαρμογή τους στη πράξη, με ολέθριες , πλειστάκις , συνέπειες στη ζωή και τη μοίρα ψυχικά πασχόντων προσώπων.
Σημείωσα επίσης ότι από  αυτή τη δυσκολία πηγάζουν πέντε ειδικότερα προβλήματα .
Αναφέρθηκα ειδικότερα  σε δύο από αυτά :Το πρώτο ,που  ανακύπτει όταν ο νομοθέτης πρέπει να προσδιορίσει με ακρίβεια ποιοι είναι αυτοί που θα πρέπει να εγκλειστούν και να υποβληθούν σε θεραπεία , χωρίς τη συναίνεσή τους, με ποια λέξη θα ονομαστούν , και επίσης πως θα οριστεί η πάθησή τους .Και το δεύτερο που ανακύπτει όταν θα πρέπει να προσδιοριστεί με ακρίβεια ποιος είναι ο κατάλληλος χώρος ( από την άποψη της υλικοτεχνικής υποδομής και των παρεχομένων υπηρεσιών) ,όπου θα πραγματοποιείται ο εγκλεισμός και μετά η θεραπεία κάθε συγκεκριμένου αρρώστου.
Θα αναφερθώ τώρα σε ένα τρίτο πρόβλημα . Το πρόβλημα  αυτό  αναδύεται από την ανάγκη  να προσδιοριστούν ποιοι είναι αυτοί που δικαιούνται  να κινήσουν τη διαδικασία  για τον εγκλεισμό  στο ψυχιατρείο ενός πολίτη ( αλλά και την έξοδό του από αυτό). Εν  συνεχεία δε να εξεταστούν   τα ειδικότερα  συναφή ζητήματα , όπως , π.χ. , ποια είναι η σχέση τους με αυτόν του οποίου θέλουν τον εγκλεισμό, αν πρέπει να υπάρχει κάποια προτεραιότητα μεταξύ των δικαιουμένων, τι θα πρέπει  να γίνει  όταν  υπάρχουν διαφωνίες,  ποιες διαδικασίες θα πρέπει να ακολουθήσουν  κατά την άσκηση του δικαιώματός τους κ.τ.λ.
Θα επιχειρήσω να καταγράψω  πως αντιμετώπισε ο νομοθέτης ιστορικά αυτά τα ζητήματα:
.
Ο πρώτος ψυχιατρικός Νόμος ,0 ΨΜΒ/1862  αναγνωρίζει το δικαίωμα να ζητήσουν τον εγκλεισμό κάποιου  σε δύο κατηγορίες προσώπων. Η πρώτη περιλαμβάνει ιδιώτες ( πρόκειται περί αυτού που  ο Νόμος καλεί  : « Περί των κατ’ αίτησιν τοποθετήσεων»). Η δεύτερη περιλαμβάνει  εκπρόσωπους των Αρχών .( Πρόκειται  « περί των υπό της αρχής διατασσομένων τοποθετήσεων «)   Σημειώνω ότι  και στις δύο περιπτώσεις ο εγκλεισμός πραγματοποιείται  σε δημόσια ψυχιατρεία ( τα λεγόμενα τότε «φρενοκομεία» ). Ο Νόμος δεν ασχολείται με τις ιδιωτικές κλινικές .
Στην πρώτη κατηγορία αναφέρεται το άρθρο 4  του Νόμου αυτού. Σύμφωνα με αυτά που ορίζει η σχετική διάταξη, ο οποιοσδήποτε ιδιώτης , συγγενής ή φίλος ή γείτονας ή και απλά ενδιαφερόμενος μπορεί ι  να κινήσει τη διαδικασία του εγκλεισμού κάποιου  με απλή γραπτή αίτησή του  στο διευθυντή του «φρενοκομείου» . Στην αίτησή του δηλώνει μόνο το όνομα, το επάγγελμα , την ηλικία και την κατοικία  τη δική του και αυτού του οποίου ζητάει τον εγκλεισμό, το βαθμό της συγγένειάς τους ( εάν υπάρχει συγγένεια)  ή  ( εάν δεν υπάρχει συγγένεια) , το είδος των μεταξύ τους σχέσεων.
Ο ίδιος Νόμος ( άρθρο 9 ) προβλέπει επίσης την δυνατότητα  ιδιωτών – συγγενών ή μη του εισαχθέντος στο «φρενοκομείο»  αρρώστου  να κινήσουν τη  διαδικασία  για την έξοδό του  από αυτό.
Το σχετικό αίτημα  δικαιούνται να υποβάλλουν (  κατά τη σειρά που αναγράφεται στο άρθρο):
·        Ο  Επίτροπος, ο προσωρινός διαχειριστής  ή ο κηδεμόνας του αρρώστου.
·        Ο σύζυγος ή η σύζυγος
·        Εάν δεν υπάρχει σύζυγος  οι ανιόντες συγγενείς και , εάν δεν υπάρχουν, οι αμέσως κατιόντες.
·        Αυτός που υπέγραψε την αίτηση για τον εγκλεισμό . Το δικαίωμα  αυτό  ακυρώνεται,  εάν κάποιος από τους συγγενείς απαιτήσει τη συναίνεση του συγγενικού συμβουλίου.
·        Κάθε ένας που θα λάβει  ειδική σχετική εντολή από το συγγενικό συμβούλιο.
Ο Νόμος προβλέπει επίσης  ότι  εάν  κάποιος  από όλους αυτούς που έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν την έξοδο του αρρώστου δηλώσει  γραπτά  ότι έχει αντίρρηση , προκαλείται σχετική απόφαση του συγγενικού συμβουλίου.

Όπως ήδη ελέχθη η δεύτερη κατηγορία προσώπων που μπορούν να κινήσουν τη διαδικασία για τον εγκλεισμό κάποιου  περιλαμβάνει εκπροσώπους των  Αρχών . Αυτοί είναι:
·        Για την Αθήνα  και τον Πειραιά ο Διευθυντής της Αστυνομίας
·        Για τις άλλες περιοχές οι Νομάρχες και οι ΄Επαρχοι.
·        Υπό ορισμένες προϋποθέσεις  (  κυρίως  επικείμενος  κίνδυνος  «πασίδηλος  ή με ιατρική γνωμάτευση βεβαιούμενος ) οι δήμαρχοι πόλεων που δεν είναι πρωτεύουσες  επαρχιών ή νομαρχιών .

Το Νομοθετικό Διάταγμα της 31ης Ιουλίου 1925 δεν αλλάζει τα πράγματα. Οι εγκλεισμοί γίνονται μετά από αίτηση ιδιωτών ή διατάσσονται από τις Αρχές .

Ούτε ο Νόμος 4741/1930  φέρνει κάποια αλλαγή και το ίδιο ισχύει και για το Νόμο 6077/1934.

Με το Νόμο 104/1973 και τις κατ’ εξουσιοδότησή του Υπουργικές Αποφάσεις  επέρχονται  κάποιες αλλαγές . Έτσι:
Με το άρθρο 5 του Νόμου που αφορά τους «επικίνδυνους ψυχοπαθείς» τον εγκλεισμό του πάσχοντα μπορούν να ζητήσουν .με αίτησή τους στην αστυνομική ή εισαγγελική αρχή, « ο σύζυγος ή η σύζυγος, πας συγγενής εξ αίματος μέχρι δευτέρου βαθμού, ο επίτροπος ή ο προσωρινός διαχειριστής , ο διευθυντής του νοσοκομείου όπου νοσηλεύεται ή προσήχθη ο πάσχων  ο εισαγγελεύς ή η αστυνομική αρχή». ( Δεν διευκρινίζεται  εάν υπάρχει κάποια σειρά στην άσκηση του δικαιώματος). 
Ενώ όμως  μοιάζει  να μην έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν τον εγκλεισμό  του, μη συγγενείς του πάσχοντα, στη πραγματικότητα το έχουν μέσω αναφοράς τους στον εισαγγελέα ή την αστυνομική αρχή.
Το δικαίωμα αυτό εξ άλλου εξασφαλίζεται πλήρως με το άρθρο 2  της Υπουργικής απόφασης με αρ ιθμό Γ2β/3036 του 1973 που ρητά διευκρινίζει ότι «…την ακουσίαν νοσηλείαν του πάσχοντος δύναται να ζητήσει και πας τρίτος ή η αστυνομική αρχή δια του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών».

Με την Υπουργική Απόφαση Α2β/5345/του 1978 τα πράγματα αλλάζουν. Οι δικαιούμενοι να ζητήσουν τον εγκλεισμό γίνονται περισσότεροι, αφού : «  Η αναγκαστική νοσηλεία πάσχοντος  εκ ψυχικής διαταραχής δύναται να ζητηθή αδιακρίτως σειράς υπό του συζύγου του πάσχοντος ή συγγενούς  αυτού κατ’ ευθείαν γραμμήν απεριορίστως  ή εκ πλαγίου μέχρι και δευτέρου βαθμού ή του έχοντος την επιμέλειαν του προσώπου του ή του επιτρόπου του ή του αναγκαστικού αντιλήπτορός του ή του προσωρινού διαχειριστού της περιουσίας του».
 Ρητά αναφέρεται ότι δεν υπάρχει σειρά στους δικαιούμενους να ζητήσουν τον εγκλεισμό.
 Ρητά επίσης αναφέρεται και σ’ αυτή την Υπουργική Απόφαση ότι « Όταν ο πάσχων εκ ψυχικής διαταραχής είναι πιθανόν ότι θα βλάψη τον εαυτόν του  ή τους άλλους και ως εκ τούτου έχει επείγουσαν ανάγκην νοσηλείας , την διαδικασίαν δια την αναγκαστικήν νοσηλείαν  αυτού εις ψυχιατρικήν κλινικήν δύναται να κινήση πας τρίτος ή και αυτεπαγγέλτως η αστυνομική αρχή». 

Με το Νόμο 2071 /1992  οι δικαιούμενοι να κινήσουν τη διαδικασία του εγκλεισμού παραμένουν οι ίδιοι δεδομένου ότι « Την Ακούσια νοσηλεία του φερομένου στην αίτηση ως ασθενή, μπορούν να ζητήσουν ο σύζυγός του ή συγγενής σε ευθεία  γραμμή  απεριόριστα  ή συγγενής  εκ  πλαγίου  μέχρι  και  το  δεύτερο βαθμό ή όποιος έχει την επιμέλεια του προσώπου του ή ο επίτροπος του δικαστικά  απαγορευμένου. Εάν  δεν  υπάρχει  κανένα από τα πρόσωπα αυτά, σε επείγουσα περίπτωση, την Ακούσια νοσηλεία μπορεί να ζητήσει και αυτεπάγγελτα ο  εισαγγελέας πρωτοδικών του τόπου κατοικίας ή διαμονής του ασθενή»
 ( Υπάρχει μόνο μια αξιόλογη διαφοροποίηση  με την πρόβλεψη  ότι η παρέμβαση του εισαγγελέα επιτρέπεται  όταν δεν υπάρχει κανένα από τα συγκεκριμένα πρόσωπα που δικαιούνται  κινήσουν τη διαδικασία του εγκλεισμού).

Ο τελευταίος σχετικός Νόμος  τέλος,  ο με αριθμό 2716 του 1999 δεν αλλάζει τα πράγματα.

 Φαίνεται ότι το Νομοσχέδιο για την « Ακούσια Ψυχιατρική περίθαλψη» της προηγούμενης  Κυβέρνησης   οδεύει προς τις ελληνικές καλένδες. Εξ άλλου, η επιδημία ,που ενέσκηψε,  έβαλε τους ψυχικά πάσχοντες στη θέση που τους πρέπει.  (Κατά τη διαχρονική άποψη βέβαια των υποτιθέμενων υγιών και την ασκούντων την εξουσία ) .  Να αντιμετωπίζονται δηλαδή ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας .
Για κάποιους  άλλους λίγους όμως , η ανάγκη  βελτίωσης  και εκσυγχρονισμού  της ισχύουσας νομοθεσίας παραμένει , αφού  η κατάσταση που έχει ήδη παγιωθεί είναι εντελώς απαράδεκτη.  Θα συνεχίσω λοιπόν να διατυπώνω  για το θέμα αυτό τις σκέψεις μου, τους προβληματισμούς μου και τις προτάσεις μου  για την περίπτωση που  η Κυβέρνηση αποφασίσει κάποια στιγμή , ότι πρέπει να επιληφθεί του ζητήματος .
Έχω ήδη σημειώσει , σε προηγούμενες αναρτήσεις μου,  ότι μια  βασική πηγή μειζόνων και δυσεπίλυτων προβλημάτων είναι η εγγενής και μεγάλη δυσκολία να χρησιμοποιηθούν ,κατά τη διατύπωση των σχετικών διατάξεων και των διαδικασιών εφαρμογής τους στην πράξη  , λέξεις με σαφή και μονοσήμαντο εννοιολογικό προσδιορισμό. Λέξεις δηλαδή που θα έχουν το ίδιο νόημα για όλους. Αυτή η δυσκολία οδήγησε  διαχρονικά  ,κατά τη διατύπωση των σχετικών διατάξεων, στη χρήση λέξεων και όρων ασαφών, αόριστων  και επιδεκτικών  διαφορετικών αναγνώσεων και ερμηνειών , που επιτρέπουν και διευκολύνουν την κατά το δοκούν εφαρμογή τους στη πράξη, με ολέθριες , πλειστάκις , συνέπειες στη ζωή και τη μοίρα ψυχικά πασχόντων προσώπων.
Σημείωσα επίσης ότι από  αυτή τη δυσκολία πηγάζουν πέντε ειδικότερα προβλήματα .
Αναφέρθηκα ειδικότερα  σε δύο από αυτά :Το πρώτο ,που  ανακύπτει όταν ο νομοθέτης πρέπει να προσδιορίσει με ακρίβεια ποιοι είναι αυτοί που θα πρέπει να εγκλειστούν και να υποβληθούν σε θεραπεία , χωρίς τη συναίνεσή τους, με ποια λέξη θα ονομαστούν , και επίσης πως θα οριστεί η πάθησή τους .Και το δεύτερο που ανακύπτει όταν θα πρέπει να προσδιοριστεί με ακρίβεια ποιος είναι ο κατάλληλος χώρος ( από την άποψη της υλικοτεχνικής υποδομής και των παρεχομένων υπηρεσιών) ,όπου θα πραγματοποιείται ο εγκλεισμός και μετά η θεραπεία κάθε συγκεκριμένου αρρώστου.
Θα αναφερθώ τώρα σε ένα τρίτο πρόβλημα . Το πρόβλημα  αυτό  αναδύεται από την ανάγκη  να προσδιοριστούν ποιοι είναι αυτοί που δικαιούνται  να κινήσουν τη διαδικασία  για τον εγκλεισμό  στο ψυχιατρείο ενός πολίτη ( αλλά και την έξοδό του από αυτό). Εν  συνεχεία δε να εξεταστούν   τα ειδικότερα  συναφή ζητήματα , όπως , π.χ. , ποια είναι η σχέση τους με αυτόν του οποίου θέλουν τον εγκλεισμό, αν πρέπει να υπάρχει κάποια προτεραιότητα μεταξύ των δικαιουμένων, τι θα πρέπει  να γίνει  όταν  υπάρχουν διαφωνίες,  ποιες διαδικασίες θα πρέπει να ακολουθήσουν  κατά την άσκηση του δικαιώματός τους κ.τ.λ.
Θα επιχειρήσω να καταγράψω  πως αντιμετώπισε ο νομοθέτης ιστορικά αυτά τα ζητήματα:
.
Ο πρώτος ψυχιατρικός Νόμος ,0 ΨΜΒ/1862  αναγνωρίζει το δικαίωμα να ζητήσουν τον εγκλεισμό κάποιου  σε δύο κατηγορίες προσώπων. Η πρώτη περιλαμβάνει ιδιώτες ( πρόκειται περί αυτού που  ο Νόμος καλεί  : « Περί των κατ’ αίτησιν τοποθετήσεων»). Η δεύτερη περιλαμβάνει  εκπρόσωπους των Αρχών .( Πρόκειται  « περί των υπό της αρχής διατασσομένων τοποθετήσεων «)   Σημειώνω ότι  και στις δύο περιπτώσεις ο εγκλεισμός πραγματοποιείται  σε δημόσια ψυχιατρεία ( τα λεγόμενα τότε «φρενοκομεία» ). Ο Νόμος δεν ασχολείται με τις ιδιωτικές κλινικές .
Στην πρώτη κατηγορία αναφέρεται το άρθρο 4  του Νόμου αυτού. Σύμφωνα με αυτά που ορίζει η σχετική διάταξη, ο οποιοσδήποτε ιδιώτης , συγγενής ή φίλος ή γείτονας ή και απλά ενδιαφερόμενος μπορεί ι  να κινήσει τη διαδικασία του εγκλεισμού κάποιου  με απλή γραπτή αίτησή του  στο διευθυντή του «φρενοκομείου» . Στην αίτησή του δηλώνει μόνο το όνομα, το επάγγελμα , την ηλικία και την κατοικία  τη δική του και αυτού του οποίου ζητάει τον εγκλεισμό, το βαθμό της συγγένειάς τους ( εάν υπάρχει συγγένεια)  ή  ( εάν δεν υπάρχει συγγένεια) , το είδος των μεταξύ τους σχέσεων.
Ο ίδιος Νόμος ( άρθρο 9 ) προβλέπει επίσης την δυνατότητα  ιδιωτών – συγγενών ή μη του εισαχθέντος στο «φρενοκομείο»  αρρώστου  να κινήσουν τη  διαδικασία  για την έξοδό του  από αυτό.
Το σχετικό αίτημα  δικαιούνται να υποβάλλουν (  κατά τη σειρά που αναγράφεται στο άρθρο):
·        Ο  Επίτροπος, ο προσωρινός διαχειριστής  ή ο κηδεμόνας του αρρώστου.
·        Ο σύζυγος ή η σύζυγος
·        Εάν δεν υπάρχει σύζυγος  οι ανιόντες συγγενείς και , εάν δεν υπάρχουν, οι αμέσως κατιόντες.
·        Αυτός που υπέγραψε την αίτηση για τον εγκλεισμό . Το δικαίωμα  αυτό  ακυρώνεται,  εάν κάποιος από τους συγγενείς απαιτήσει τη συναίνεση του συγγενικού συμβουλίου.
·        Κάθε ένας που θα λάβει  ειδική σχετική εντολή από το συγγενικό συμβούλιο.
Ο Νόμος προβλέπει επίσης  ότι  εάν  κάποιος  από όλους αυτούς που έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν την έξοδο του αρρώστου δηλώσει  γραπτά  ότι έχει αντίρρηση , προκαλείται σχετική απόφαση του συγγενικού συμβουλίου.

Όπως ήδη ελέχθη η δεύτερη κατηγορία προσώπων που μπορούν να κινήσουν τη διαδικασία για τον εγκλεισμό κάποιου  περιλαμβάνει εκπροσώπους των  Αρχών . Αυτοί είναι:
·        Για την Αθήνα  και τον Πειραιά ο Διευθυντής της Αστυνομίας
·        Για τις άλλες περιοχές οι Νομάρχες και οι ΄Επαρχοι.
·        Υπό ορισμένες προϋποθέσεις  (  κυρίως  επικείμενος  κίνδυνος  «πασίδηλος  ή με ιατρική γνωμάτευση βεβαιούμενος ) οι δήμαρχοι πόλεων που δεν είναι πρωτεύουσες  επαρχιών ή νομαρχιών .

Το Νομοθετικό Διάταγμα της 31ης Ιουλίου 1925 δεν αλλάζει τα πράγματα. Οι εγκλεισμοί γίνονται μετά από αίτηση ιδιωτών ή διατάσσονται από τις Αρχές .

Ούτε ο Νόμος 4741/1930  φέρνει κάποια αλλαγή και το ίδιο ισχύει και για το Νόμο 6077/1934.

Με το Νόμο 104/1973 και τις κατ’ εξουσιοδότησή του Υπουργικές Αποφάσεις  επέρχονται  κάποιες αλλαγές . Έτσι:
Με το άρθρο 5 του Νόμου που αφορά τους «επικίνδυνους ψυχοπαθείς» τον εγκλεισμό του πάσχοντα μπορούν να ζητήσουν .με αίτησή τους στην αστυνομική ή εισαγγελική αρχή, « ο σύζυγος ή η σύζυγος, πας συγγενής εξ αίματος μέχρι δευτέρου βαθμού, ο επίτροπος ή ο προσωρινός διαχειριστής , ο διευθυντής του νοσοκομείου όπου νοσηλεύεται ή προσήχθη ο πάσχων  ο εισαγγελεύς ή η αστυνομική αρχή». ( Δεν διευκρινίζεται  εάν υπάρχει κάποια σειρά στην άσκηση του δικαιώματος). 
Ενώ όμως  μοιάζει  να μην έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν τον εγκλεισμό  του, μη συγγενείς του πάσχοντα, στη πραγματικότητα το έχουν μέσω αναφοράς τους στον εισαγγελέα ή την αστυνομική αρχή.
Το δικαίωμα αυτό εξ άλλου εξασφαλίζεται πλήρως με το άρθρο 2  της Υπουργικής απόφασης με αρ ιθμό Γ2β/3036 του 1973 που ρητά διευκρινίζει ότι «…την ακουσίαν νοσηλείαν του πάσχοντος δύναται να ζητήσει και πας τρίτος ή η αστυνομική αρχή δια του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών».

Με την Υπουργική Απόφαση Α2β/5345/του 1978 τα πράγματα αλλάζουν. Οι δικαιούμενοι να ζητήσουν τον εγκλεισμό γίνονται περισσότεροι, αφού : «  Η αναγκαστική νοσηλεία πάσχοντος  εκ ψυχικής διαταραχής δύναται να ζητηθή αδιακρίτως σειράς υπό του συζύγου του πάσχοντος ή συγγενούς  αυτού κατ’ ευθείαν γραμμήν απεριορίστως  ή εκ πλαγίου μέχρι και δευτέρου βαθμού ή του έχοντος την επιμέλειαν του προσώπου του ή του επιτρόπου του ή του αναγκαστικού αντιλήπτορός του ή του προσωρινού διαχειριστού της περιουσίας του».
 Ρητά αναφέρεται ότι δεν υπάρχει σειρά στους δικαιούμενους να ζητήσουν τον εγκλεισμό.
 Ρητά επίσης αναφέρεται και σ’ αυτή την Υπουργική Απόφαση ότι « Όταν ο πάσχων εκ ψυχικής διαταραχής είναι πιθανόν ότι θα βλάψη τον εαυτόν του  ή τους άλλους και ως εκ τούτου έχει επείγουσαν ανάγκην νοσηλείας , την διαδικασίαν δια την αναγκαστικήν νοσηλείαν  αυτού εις ψυχιατρικήν κλινικήν δύναται να κινήση πας τρίτος ή και αυτεπαγγέλτως η αστυνομική αρχή». 

Με το Νόμο 2071 /1992  οι δικαιούμενοι να κινήσουν τη διαδικασία του εγκλεισμού παραμένουν οι ίδιοι δεδομένου ότι « Την Ακούσια νοσηλεία του φερομένου στην αίτηση ως ασθενή, μπορούν να ζητήσουν ο σύζυγός του ή συγγενής σε ευθεία  γραμμή  απεριόριστα  ή συγγενής  εκ  πλαγίου  μέχρι  και  το  δεύτερο βαθμό ή όποιος έχει την επιμέλεια του προσώπου του ή ο επίτροπος του δικαστικά  απαγορευμένου. Εάν  δεν  υπάρχει  κανένα από τα πρόσωπα αυτά, σε επείγουσα περίπτωση, την Ακούσια νοσηλεία μπορεί να ζητήσει και αυτεπάγγελτα ο  εισαγγελέας πρωτοδικών του τόπου κατοικίας ή διαμονής του ασθενή»
 ( Υπάρχει μόνο μια αξιόλογη διαφοροποίηση  με την πρόβλεψη  ότι η παρέμβαση του εισαγγελέα επιτρέπεται  όταν δεν υπάρχει κανένα από τα συγκεκριμένα πρόσωπα που δικαιούνται  κινήσουν τη διαδικασία του εγκλεισμού).

Ο τελευταίος σχετικός Νόμος  τέλος,  ο με αριθμό 2716 του 1999 δεν αλλάζει τα πράγματα.


ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ:    Facebook
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ