Ωρωπός 5 Απριλίου 2020
Σκέψεις ,προβληματισμοί και προτάσεις για την τροποποίηση του Νόμου
2071/92.
Δεύτερο μέρος : Τα προβλήματα και οι αιτίες τους .
Το τρίτο πρόβλημα
ορισμού
Φαίνεται ότι το Νομοσχέδιο για την « Ακούσια Ψυχιατρική περίθαλψη»
της προηγούμενης Κυβέρνησης οδεύει προς
τις ελληνικές καλένδες. Εξ άλλου, η επιδημία ,που ενέσκηψε, έβαλε τους ψυχικά πάσχοντες στη θέση που τους
πρέπει. (Κατά τη διαχρονική άποψη βέβαια
των υποτιθέμενων υγιών και την ασκούντων την εξουσία ) . Να αντιμετωπίζονται δηλαδή ως πολίτες δεύτερης
κατηγορίας .
Για κάποιους άλλους λίγους όμως ,
η ανάγκη βελτίωσης και εκσυγχρονισμού της ισχύουσας νομοθεσίας παραμένει , αφού η κατάσταση που έχει ήδη παγιωθεί είναι
εντελώς απαράδεκτη. Θα συνεχίσω λοιπόν
να διατυπώνω για το θέμα αυτό τις
σκέψεις μου, τους προβληματισμούς μου και τις προτάσεις μου για την περίπτωση που η Κυβέρνηση αποφασίσει κάποια στιγμή , ότι πρέπει
να επιληφθεί του ζητήματος .
Έχω ήδη σημειώσει , σε προηγούμενες αναρτήσεις μου, ότι μια βασική πηγή μειζόνων και
δυσεπίλυτων προβλημάτων είναι η εγγενής και μεγάλη δυσκολία να χρησιμοποιηθούν
,κατά τη διατύπωση των σχετικών διατάξεων και των διαδικασιών εφαρμογής τους
στην πράξη , λέξεις με σαφή και
μονοσήμαντο εννοιολογικό προσδιορισμό. Λέξεις δηλαδή που θα έχουν το ίδιο νόημα
για όλους. Αυτή η δυσκολία οδήγησε
διαχρονικά ,κατά τη διατύπωση των
σχετικών διατάξεων, στη χρήση λέξεων και όρων ασαφών, αόριστων και επιδεκτικών διαφορετικών αναγνώσεων και ερμηνειών , που
επιτρέπουν και διευκολύνουν την κατά το δοκούν εφαρμογή τους στη πράξη, με
ολέθριες , πλειστάκις , συνέπειες στη ζωή και τη μοίρα ψυχικά πασχόντων
προσώπων.
Σημείωσα
επίσης ότι από αυτή τη δυσκολία πηγάζουν
πέντε ειδικότερα προβλήματα .
Αναφέρθηκα
ειδικότερα σε δύο από αυτά :Το πρώτο ,που
ανακύπτει όταν ο νομοθέτης πρέπει να
προσδιορίσει με ακρίβεια ποιοι είναι αυτοί που θα πρέπει να εγκλειστούν και να
υποβληθούν σε θεραπεία , χωρίς τη συναίνεσή τους, με ποια λέξη θα ονομαστούν ,
και επίσης πως θα οριστεί η πάθησή τους .Και το δεύτερο που ανακύπτει όταν θα
πρέπει να προσδιοριστεί με ακρίβεια ποιος είναι ο κατάλληλος χώρος ( από την
άποψη της υλικοτεχνικής υποδομής και των παρεχομένων υπηρεσιών) ,όπου θα
πραγματοποιείται ο εγκλεισμός και μετά η θεραπεία κάθε συγκεκριμένου αρρώστου.
Θα αναφερθώ
τώρα σε ένα τρίτο πρόβλημα . Το πρόβλημα
αυτό αναδύεται από την ανάγκη να προσδιοριστούν ποιοι είναι αυτοί που δικαιούνται
να κινήσουν τη διαδικασία για τον εγκλεισμό στο ψυχιατρείο ενός πολίτη ( αλλά και την
έξοδό του από αυτό). Εν συνεχεία δε να εξεταστούν
τα ειδικότερα συναφή ζητήματα , όπως , π.χ. , ποια είναι η
σχέση τους με αυτόν του οποίου θέλουν τον εγκλεισμό, αν πρέπει να υπάρχει
κάποια προτεραιότητα μεταξύ των δικαιουμένων, τι θα πρέπει να γίνει
όταν υπάρχουν διαφωνίες, ποιες διαδικασίες θα πρέπει να
ακολουθήσουν κατά την άσκηση του
δικαιώματός τους κ.τ.λ.
Θα
επιχειρήσω να καταγράψω πως αντιμετώπισε
ο νομοθέτης ιστορικά αυτά τα ζητήματα:
.
Ο πρώτος ψυχιατρικός Νόμος ,0 ΨΜΒ/1862 αναγνωρίζει το δικαίωμα να ζητήσουν τον
εγκλεισμό κάποιου σε δύο κατηγορίες
προσώπων. Η πρώτη περιλαμβάνει ιδιώτες ( πρόκειται περί αυτού που ο Νόμος καλεί
: « Περί των κατ’ αίτησιν τοποθετήσεων»). Η δεύτερη περιλαμβάνει εκπρόσωπους των Αρχών .( Πρόκειται « περί των υπό της αρχής διατασσομένων
τοποθετήσεων «) Σημειώνω ότι και στις δύο περιπτώσεις ο εγκλεισμός
πραγματοποιείται σε δημόσια ψυχιατρεία (
τα λεγόμενα τότε «φρενοκομεία» ). Ο Νόμος δεν ασχολείται με τις ιδιωτικές
κλινικές .
Στην πρώτη κατηγορία αναφέρεται το άρθρο 4 του Νόμου αυτού. Σύμφωνα με αυτά που ορίζει η
σχετική διάταξη, ο οποιοσδήποτε ιδιώτης , συγγενής ή φίλος ή γείτονας ή και
απλά ενδιαφερόμενος μπορεί ι να κινήσει
τη διαδικασία του εγκλεισμού κάποιου με
απλή γραπτή αίτησή του στο διευθυντή του
«φρενοκομείου» . Στην αίτησή του δηλώνει μόνο το όνομα, το επάγγελμα , την
ηλικία και την κατοικία τη δική του και
αυτού του οποίου ζητάει τον εγκλεισμό, το βαθμό της συγγένειάς τους ( εάν
υπάρχει συγγένεια) ή ( εάν δεν υπάρχει συγγένεια) , το είδος των
μεταξύ τους σχέσεων.
Ο ίδιος Νόμος ( άρθρο 9 ) προβλέπει επίσης την
δυνατότητα ιδιωτών – συγγενών ή μη του
εισαχθέντος στο «φρενοκομείο» αρρώστου να κινήσουν τη διαδικασία για την έξοδό του από αυτό.
Το σχετικό αίτημα
δικαιούνται να υποβάλλουν ( κατά
τη σειρά που αναγράφεται στο άρθρο):
·
Ο Επίτροπος, ο προσωρινός διαχειριστής ή ο κηδεμόνας του αρρώστου.
·
Ο σύζυγος ή η σύζυγος
·
Εάν δεν υπάρχει
σύζυγος οι ανιόντες συγγενείς και , εάν
δεν υπάρχουν, οι αμέσως κατιόντες.
·
Αυτός που υπέγραψε την
αίτηση για τον εγκλεισμό . Το δικαίωμα
αυτό ακυρώνεται, εάν κάποιος από τους συγγενείς απαιτήσει τη
συναίνεση του συγγενικού συμβουλίου.
·
Κάθε ένας που θα
λάβει ειδική σχετική εντολή από το
συγγενικό συμβούλιο.
Ο Νόμος προβλέπει επίσης ότι εάν
κάποιος από όλους αυτούς που
έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν την έξοδο του αρρώστου δηλώσει γραπτά
ότι έχει αντίρρηση , προκαλείται σχετική απόφαση του συγγενικού
συμβουλίου.
Όπως ήδη ελέχθη η δεύτερη κατηγορία προσώπων που
μπορούν να κινήσουν τη διαδικασία για τον εγκλεισμό κάποιου περιλαμβάνει εκπροσώπους των Αρχών . Αυτοί είναι:
·
Για την Αθήνα και τον Πειραιά ο Διευθυντής της Αστυνομίας
·
Για τις άλλες περιοχές
οι Νομάρχες και οι ΄Επαρχοι.
·
Υπό ορισμένες
προϋποθέσεις ( κυρίως επικείμενος
κίνδυνος «πασίδηλος ή με ιατρική γνωμάτευση βεβαιούμενος ) οι
δήμαρχοι πόλεων που δεν είναι πρωτεύουσες
επαρχιών ή νομαρχιών .
Το Νομοθετικό Διάταγμα
της 31ης Ιουλίου 1925 δεν αλλάζει τα πράγματα. Οι εγκλεισμοί γίνονται μετά από αίτηση ιδιωτών ή
διατάσσονται από τις Αρχές .
Ούτε ο Νόμος 4741/1930 φέρνει κάποια
αλλαγή και το ίδιο ισχύει και για το Νόμο
6077/1934.
Με το Νόμο 104/1973 και
τις κατ’ εξουσιοδότησή του Υπουργικές Αποφάσεις
επέρχονται κάποιες αλλαγές .
Έτσι:
Με το άρθρο 5 του Νόμου που αφορά τους «επικίνδυνους
ψυχοπαθείς» τον εγκλεισμό του πάσχοντα μπορούν να ζητήσουν .με αίτησή τους στην
αστυνομική ή εισαγγελική αρχή, « ο σύζυγος ή η σύζυγος, πας συγγενής εξ αίματος
μέχρι δευτέρου βαθμού, ο επίτροπος ή ο προσωρινός διαχειριστής , ο διευθυντής
του νοσοκομείου όπου νοσηλεύεται ή προσήχθη ο πάσχων ο εισαγγελεύς ή η αστυνομική αρχή». ( Δεν
διευκρινίζεται εάν υπάρχει κάποια σειρά
στην άσκηση του δικαιώματος).
Ενώ όμως
μοιάζει να μην έχουν το δικαίωμα
να ζητήσουν τον εγκλεισμό του, μη
συγγενείς του πάσχοντα, στη πραγματικότητα το έχουν μέσω αναφοράς τους στον
εισαγγελέα ή την αστυνομική αρχή.
Το δικαίωμα αυτό εξ άλλου εξασφαλίζεται πλήρως με το
άρθρο 2 της Υπουργικής απόφασης με αρ ιθμό Γ2β/3036 του 1973 που ρητά
διευκρινίζει ότι «…την ακουσίαν νοσηλείαν του πάσχοντος δύναται να ζητήσει και
πας τρίτος ή η αστυνομική αρχή δια του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών».
Με την Υπουργική Απόφαση
Α2β/5345/του 1978 τα πράγματα αλλάζουν.
Οι δικαιούμενοι να ζητήσουν τον εγκλεισμό γίνονται περισσότεροι, αφού : « Η αναγκαστική νοσηλεία πάσχοντος εκ ψυχικής διαταραχής δύναται να ζητηθή
αδιακρίτως σειράς υπό του συζύγου του πάσχοντος ή συγγενούς αυτού κατ’ ευθείαν γραμμήν απεριορίστως ή εκ πλαγίου μέχρι και δευτέρου βαθμού ή του
έχοντος την επιμέλειαν του προσώπου του ή του επιτρόπου του ή του αναγκαστικού
αντιλήπτορός του ή του προσωρινού διαχειριστού της περιουσίας του».
Ρητά αναφέρεται
ότι δεν υπάρχει σειρά στους δικαιούμενους να ζητήσουν τον εγκλεισμό.
Ρητά επίσης
αναφέρεται και σ’ αυτή την Υπουργική Απόφαση ότι « Όταν ο πάσχων εκ ψυχικής
διαταραχής είναι πιθανόν ότι θα βλάψη τον εαυτόν του ή τους άλλους και ως εκ τούτου έχει
επείγουσαν ανάγκην νοσηλείας , την διαδικασίαν δια την αναγκαστικήν
νοσηλείαν αυτού εις ψυχιατρικήν κλινικήν
δύναται να κινήση πας τρίτος ή και αυτεπαγγέλτως η αστυνομική αρχή».
Με το Νόμο 2071 /1992 οι δικαιούμενοι να κινήσουν τη διαδικασία του εγκλεισμού παραμένουν οι ίδιοι δεδομένου ότι « Την Ακούσια νοσηλεία του φερομένου στην αίτηση ως ασθενή, μπορούν να ζητήσουν ο σύζυγός του ή συγγενής σε ευθεία γραμμή απεριόριστα ή συγγενής εκ πλαγίου μέχρι και το δεύτερο βαθμό ή όποιος έχει την επιμέλεια του προσώπου του ή ο επίτροπος του δικαστικά απαγορευμένου. Εάν δεν υπάρχει κανένα από τα πρόσωπα αυτά, σε επείγουσα περίπτωση, την Ακούσια νοσηλεία μπορεί να ζητήσει και αυτεπάγγελτα ο εισαγγελέας πρωτοδικών του τόπου κατοικίας ή διαμονής του ασθενή»
( Υπάρχει μόνο
μια αξιόλογη διαφοροποίηση με την
πρόβλεψη ότι η παρέμβαση του εισαγγελέα
επιτρέπεται όταν δεν υπάρχει κανένα από
τα συγκεκριμένα πρόσωπα που δικαιούνται
κινήσουν τη διαδικασία του εγκλεισμού).
Ο τελευταίος σχετικός Νόμος τέλος,
ο με αριθμό 2716 του 1999 δεν
αλλάζει τα πράγματα.
Φαίνεται ότι το Νομοσχέδιο για την « Ακούσια Ψυχιατρική περίθαλψη»
της προηγούμενης Κυβέρνησης οδεύει προς
τις ελληνικές καλένδες. Εξ άλλου, η επιδημία ,που ενέσκηψε, έβαλε τους ψυχικά πάσχοντες στη θέση που τους
πρέπει. (Κατά τη διαχρονική άποψη βέβαια
των υποτιθέμενων υγιών και την ασκούντων την εξουσία ) . Να αντιμετωπίζονται δηλαδή ως πολίτες δεύτερης
κατηγορίας .
Για κάποιους άλλους λίγους όμως ,
η ανάγκη βελτίωσης και εκσυγχρονισμού της ισχύουσας νομοθεσίας παραμένει , αφού η κατάσταση που έχει ήδη παγιωθεί είναι
εντελώς απαράδεκτη. Θα συνεχίσω λοιπόν
να διατυπώνω για το θέμα αυτό τις
σκέψεις μου, τους προβληματισμούς μου και τις προτάσεις μου για την περίπτωση που η Κυβέρνηση αποφασίσει κάποια στιγμή , ότι πρέπει
να επιληφθεί του ζητήματος .
Έχω ήδη σημειώσει , σε προηγούμενες αναρτήσεις μου, ότι μια βασική πηγή μειζόνων και
δυσεπίλυτων προβλημάτων είναι η εγγενής και μεγάλη δυσκολία να χρησιμοποιηθούν
,κατά τη διατύπωση των σχετικών διατάξεων και των διαδικασιών εφαρμογής τους
στην πράξη , λέξεις με σαφή και
μονοσήμαντο εννοιολογικό προσδιορισμό. Λέξεις δηλαδή που θα έχουν το ίδιο νόημα
για όλους. Αυτή η δυσκολία οδήγησε
διαχρονικά ,κατά τη διατύπωση των
σχετικών διατάξεων, στη χρήση λέξεων και όρων ασαφών, αόριστων και επιδεκτικών διαφορετικών αναγνώσεων και ερμηνειών , που
επιτρέπουν και διευκολύνουν την κατά το δοκούν εφαρμογή τους στη πράξη, με
ολέθριες , πλειστάκις , συνέπειες στη ζωή και τη μοίρα ψυχικά πασχόντων
προσώπων.
Σημείωσα
επίσης ότι από αυτή τη δυσκολία πηγάζουν
πέντε ειδικότερα προβλήματα .
Αναφέρθηκα
ειδικότερα σε δύο από αυτά :Το πρώτο ,που
ανακύπτει όταν ο νομοθέτης πρέπει να
προσδιορίσει με ακρίβεια ποιοι είναι αυτοί που θα πρέπει να εγκλειστούν και να
υποβληθούν σε θεραπεία , χωρίς τη συναίνεσή τους, με ποια λέξη θα ονομαστούν ,
και επίσης πως θα οριστεί η πάθησή τους .Και το δεύτερο που ανακύπτει όταν θα
πρέπει να προσδιοριστεί με ακρίβεια ποιος είναι ο κατάλληλος χώρος ( από την
άποψη της υλικοτεχνικής υποδομής και των παρεχομένων υπηρεσιών) ,όπου θα
πραγματοποιείται ο εγκλεισμός και μετά η θεραπεία κάθε συγκεκριμένου αρρώστου.
Θα αναφερθώ
τώρα σε ένα τρίτο πρόβλημα . Το πρόβλημα
αυτό αναδύεται από την ανάγκη να προσδιοριστούν ποιοι είναι αυτοί που δικαιούνται
να κινήσουν τη διαδικασία για τον εγκλεισμό στο ψυχιατρείο ενός πολίτη ( αλλά και την
έξοδό του από αυτό). Εν συνεχεία δε να εξεταστούν
τα ειδικότερα συναφή ζητήματα , όπως , π.χ. , ποια είναι η
σχέση τους με αυτόν του οποίου θέλουν τον εγκλεισμό, αν πρέπει να υπάρχει
κάποια προτεραιότητα μεταξύ των δικαιουμένων, τι θα πρέπει να γίνει
όταν υπάρχουν διαφωνίες, ποιες διαδικασίες θα πρέπει να
ακολουθήσουν κατά την άσκηση του
δικαιώματός τους κ.τ.λ.
Θα
επιχειρήσω να καταγράψω πως αντιμετώπισε
ο νομοθέτης ιστορικά αυτά τα ζητήματα:
.
Ο πρώτος ψυχιατρικός Νόμος ,0 ΨΜΒ/1862 αναγνωρίζει το δικαίωμα να ζητήσουν τον
εγκλεισμό κάποιου σε δύο κατηγορίες
προσώπων. Η πρώτη περιλαμβάνει ιδιώτες ( πρόκειται περί αυτού που ο Νόμος καλεί
: « Περί των κατ’ αίτησιν τοποθετήσεων»). Η δεύτερη περιλαμβάνει εκπρόσωπους των Αρχών .( Πρόκειται « περί των υπό της αρχής διατασσομένων
τοποθετήσεων «) Σημειώνω ότι και στις δύο περιπτώσεις ο εγκλεισμός
πραγματοποιείται σε δημόσια ψυχιατρεία (
τα λεγόμενα τότε «φρενοκομεία» ). Ο Νόμος δεν ασχολείται με τις ιδιωτικές
κλινικές .
Στην πρώτη κατηγορία αναφέρεται το άρθρο 4 του Νόμου αυτού. Σύμφωνα με αυτά που ορίζει η
σχετική διάταξη, ο οποιοσδήποτε ιδιώτης , συγγενής ή φίλος ή γείτονας ή και
απλά ενδιαφερόμενος μπορεί ι να κινήσει
τη διαδικασία του εγκλεισμού κάποιου με
απλή γραπτή αίτησή του στο διευθυντή του
«φρενοκομείου» . Στην αίτησή του δηλώνει μόνο το όνομα, το επάγγελμα , την
ηλικία και την κατοικία τη δική του και
αυτού του οποίου ζητάει τον εγκλεισμό, το βαθμό της συγγένειάς τους ( εάν
υπάρχει συγγένεια) ή ( εάν δεν υπάρχει συγγένεια) , το είδος των
μεταξύ τους σχέσεων.
Ο ίδιος Νόμος ( άρθρο 9 ) προβλέπει επίσης την
δυνατότητα ιδιωτών – συγγενών ή μη του
εισαχθέντος στο «φρενοκομείο» αρρώστου να κινήσουν τη διαδικασία για την έξοδό του από αυτό.
Το σχετικό αίτημα
δικαιούνται να υποβάλλουν ( κατά
τη σειρά που αναγράφεται στο άρθρο):
·
Ο Επίτροπος, ο προσωρινός διαχειριστής ή ο κηδεμόνας του αρρώστου.
·
Ο σύζυγος ή η σύζυγος
·
Εάν δεν υπάρχει
σύζυγος οι ανιόντες συγγενείς και , εάν
δεν υπάρχουν, οι αμέσως κατιόντες.
·
Αυτός που υπέγραψε την
αίτηση για τον εγκλεισμό . Το δικαίωμα
αυτό ακυρώνεται, εάν κάποιος από τους συγγενείς απαιτήσει τη
συναίνεση του συγγενικού συμβουλίου.
·
Κάθε ένας που θα
λάβει ειδική σχετική εντολή από το
συγγενικό συμβούλιο.
Ο Νόμος προβλέπει επίσης ότι εάν
κάποιος από όλους αυτούς που
έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν την έξοδο του αρρώστου δηλώσει γραπτά
ότι έχει αντίρρηση , προκαλείται σχετική απόφαση του συγγενικού
συμβουλίου.
Όπως ήδη ελέχθη η δεύτερη κατηγορία προσώπων που
μπορούν να κινήσουν τη διαδικασία για τον εγκλεισμό κάποιου περιλαμβάνει εκπροσώπους των Αρχών . Αυτοί είναι:
·
Για την Αθήνα και τον Πειραιά ο Διευθυντής της Αστυνομίας
·
Για τις άλλες περιοχές
οι Νομάρχες και οι ΄Επαρχοι.
·
Υπό ορισμένες
προϋποθέσεις ( κυρίως επικείμενος
κίνδυνος «πασίδηλος ή με ιατρική γνωμάτευση βεβαιούμενος ) οι
δήμαρχοι πόλεων που δεν είναι πρωτεύουσες
επαρχιών ή νομαρχιών .
Το Νομοθετικό Διάταγμα
της 31ης Ιουλίου 1925 δεν αλλάζει τα πράγματα. Οι εγκλεισμοί γίνονται μετά από αίτηση ιδιωτών ή
διατάσσονται από τις Αρχές .
Ούτε ο Νόμος 4741/1930 φέρνει κάποια
αλλαγή και το ίδιο ισχύει και για το Νόμο
6077/1934.
Με το Νόμο 104/1973 και
τις κατ’ εξουσιοδότησή του Υπουργικές Αποφάσεις
επέρχονται κάποιες αλλαγές .
Έτσι:
Με το άρθρο 5 του Νόμου που αφορά τους «επικίνδυνους
ψυχοπαθείς» τον εγκλεισμό του πάσχοντα μπορούν να ζητήσουν .με αίτησή τους στην
αστυνομική ή εισαγγελική αρχή, « ο σύζυγος ή η σύζυγος, πας συγγενής εξ αίματος
μέχρι δευτέρου βαθμού, ο επίτροπος ή ο προσωρινός διαχειριστής , ο διευθυντής
του νοσοκομείου όπου νοσηλεύεται ή προσήχθη ο πάσχων ο εισαγγελεύς ή η αστυνομική αρχή». ( Δεν
διευκρινίζεται εάν υπάρχει κάποια σειρά
στην άσκηση του δικαιώματος).
Ενώ όμως
μοιάζει να μην έχουν το δικαίωμα
να ζητήσουν τον εγκλεισμό του, μη
συγγενείς του πάσχοντα, στη πραγματικότητα το έχουν μέσω αναφοράς τους στον
εισαγγελέα ή την αστυνομική αρχή.
Το δικαίωμα αυτό εξ άλλου εξασφαλίζεται πλήρως με το
άρθρο 2 της Υπουργικής απόφασης με αρ ιθμό Γ2β/3036 του 1973 που ρητά
διευκρινίζει ότι «…την ακουσίαν νοσηλείαν του πάσχοντος δύναται να ζητήσει και
πας τρίτος ή η αστυνομική αρχή δια του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών».
Με την Υπουργική Απόφαση
Α2β/5345/του 1978 τα πράγματα αλλάζουν.
Οι δικαιούμενοι να ζητήσουν τον εγκλεισμό γίνονται περισσότεροι, αφού : « Η αναγκαστική νοσηλεία πάσχοντος εκ ψυχικής διαταραχής δύναται να ζητηθή
αδιακρίτως σειράς υπό του συζύγου του πάσχοντος ή συγγενούς αυτού κατ’ ευθείαν γραμμήν απεριορίστως ή εκ πλαγίου μέχρι και δευτέρου βαθμού ή του
έχοντος την επιμέλειαν του προσώπου του ή του επιτρόπου του ή του αναγκαστικού
αντιλήπτορός του ή του προσωρινού διαχειριστού της περιουσίας του».
Ρητά αναφέρεται
ότι δεν υπάρχει σειρά στους δικαιούμενους να ζητήσουν τον εγκλεισμό.
Ρητά επίσης
αναφέρεται και σ’ αυτή την Υπουργική Απόφαση ότι « Όταν ο πάσχων εκ ψυχικής
διαταραχής είναι πιθανόν ότι θα βλάψη τον εαυτόν του ή τους άλλους και ως εκ τούτου έχει
επείγουσαν ανάγκην νοσηλείας , την διαδικασίαν δια την αναγκαστικήν
νοσηλείαν αυτού εις ψυχιατρικήν κλινικήν
δύναται να κινήση πας τρίτος ή και αυτεπαγγέλτως η αστυνομική αρχή».
Με το Νόμο 2071 /1992 οι δικαιούμενοι να κινήσουν τη διαδικασία του εγκλεισμού παραμένουν οι ίδιοι δεδομένου ότι « Την Ακούσια νοσηλεία του φερομένου στην αίτηση ως ασθενή, μπορούν να ζητήσουν ο σύζυγός του ή συγγενής σε ευθεία γραμμή απεριόριστα ή συγγενής εκ πλαγίου μέχρι και το δεύτερο βαθμό ή όποιος έχει την επιμέλεια του προσώπου του ή ο επίτροπος του δικαστικά απαγορευμένου. Εάν δεν υπάρχει κανένα από τα πρόσωπα αυτά, σε επείγουσα περίπτωση, την Ακούσια νοσηλεία μπορεί να ζητήσει και αυτεπάγγελτα ο εισαγγελέας πρωτοδικών του τόπου κατοικίας ή διαμονής του ασθενή»
( Υπάρχει μόνο
μια αξιόλογη διαφοροποίηση με την
πρόβλεψη ότι η παρέμβαση του εισαγγελέα
επιτρέπεται όταν δεν υπάρχει κανένα από
τα συγκεκριμένα πρόσωπα που δικαιούνται
κινήσουν τη διαδικασία του εγκλεισμού).
Ο τελευταίος σχετικός Νόμος τέλος,
ο με αριθμό 2716 του 1999 δεν
αλλάζει τα πράγματα.
ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ:
Facebook
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΥΒΡΙΣΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ΘΑ ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ