Νομική προστασία προσώπων που πάσχουν απο ψυχική διαταραχή και εισάγονται
ως ακούσιοι πάσχοντες.
(Πρόταση με αριθμό R(γ3)2 που έγινε αποδεκτή
Απο την Επιτροπή των Υπουργών του Συμβουλίου
Της Ευρώπης στις 22 Φεβρουαρίου 1983).
Τίτλος του πρωτότυπου: Legal protection
of
persons suffering from mental disorders
placed as
Involuntary patients.
Κ.
Μάτσα – Μετάφραση
Χ.
Βαρουχάκης – Παρατηρήσεις – Σχόλια
Η Επιτροπή των Υπουργών, σύμφωνα με τους όρους του
άρθρου 156 του Νόμου του Συμβουλίου της Ευρώπης, θεωρώντας οτι σκοπός του
Συμβουλίου της Ευρώπης είναι η επίτευξη της μέγιστης ενότητας μεταξύ των μελών
του, ιδιαίτερα μέσα απο την εναρμόνιση των νόμων σε ζητήματα κοινού
ενδιαφέροντος,
Έχοντας υπόψη στη Σύμβαση για την προάσπιση των
δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και την εφαρμογή της απο
τα όργανα που έχουν ιδρυθεί στα πλαίσια αυτής της συνθήκης,
Έχοντας υόψη την πρόταση 818(1977) της
Συμβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με την κατάσταση
του ψυχικά αρρώστου,
Θεωρώντας οτι η κοινή δράση σε ευρωπαικό επίπεδο
θα προάγει την επιθυμητή καλύτερη προστασία των προσώπων που πάσχουν απο ψυχική
διαταραχή,
Συνιστά στις Κυβερνήσεις των χωρών μελών να
προσαρμόσουν τους νόμους τους στους κανόνες που επισυνάπτονται στην πρόταση αυτή
ή να υιοθετήσουν άρθρα σύμφωνα με τους κανόνες αυτούς όταν εισάγουν νέα
νομοθεσία.
ΚΑΝΟΝΕΣ
ΑΡΘΡΟ 1.
1.
Αυτοί οι κανόνες αφορούν τον ακούσιο εγκλεισμό
προσώπων που πάσχουν απο ψυχική διαταραχή. Εγκλεισμός που αποφασίστηκε ύστερα
απο ποινική διαδικασία δεν καλύπτεται απο αυτούς τους κανόνες. Όμως οι κανόνες
5.9.10 και 11 ισχύουν και για εγκλεισμό αυτού του είδους.
2.
Ακούσιος εγκλεισμός ( στο εξής θα αναφέρεται ως
«εγκλεισμός» ) σημαίνει την εισαγωγή και κράτηση για θεραπεία, προσώπου που
πάσχει απο ψυχική διαταραχή σε
νοσοκομείο, σε άλλο ιατρικό ίδρυμα ή κατάλληλο χώρο (στο εξής θα αναφέρεται ως
«ίδρυμα» ) όταν η εισαγωγή αυτή δεν έγινε με δική του αίτηση.
3.
Η εισαγωγή ενός αρρώστου για θεραπεία σε ίδρυμα,
ύστερα απο δική του αίτηση δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία αυτών των κανόνων. Όμως
οι κανόνες αυτοί ισχύουν στις περιπτώσεις όπου ένας άρρωστος που έχει εισαχθεί
αρχικά με δική του αίτηση εξακολουθεί να κρατείται παρά την επιθυμία του να
εξέλθει.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 1
Ο Ελληνικός Νόμος 104/73 θεωρεί
περιττή την ενασχόληση με τη θέληση του αρρώστου κι ούτε βέβαια περιέχει
διατάξεις που θα απέτρεπαν την αυθαίρετη παραβίασή της. Η υπουργική απόφαση
Γ26/3036 ομιλεί περί « εκουσίας εισαγωγής ασθενούς» (άρθρο 1), που γίνεται
«οικεία βουλήσει» και περί «ακουσίας εισαγωγής ασθενούς» που γίνεται « άνευ της
θελήσεως αυτού» (άρθρο 2). Η Υπουργική Απόφαση Α2β/5345 που αντικατέστησε το
άρθρο 2 περί ακουσίας νοσηλείας έθεσε τον επίτιτλο «αβαγκαστική νοσηλεία» χωρίς
περαιτέρω προσδιορισμό του όρου.
Το πραγματικό όμως γεγόνος οτι η
ψυχική διαταραχή είναι δυνατό να επιδράσει στην ικανότητα του αρρώστου να
δηλώνει τη βούληση του και το επίσης πραγματικό γεγονός οτι η επίδραση αυτή
εύκολα μπορεί να υπερτιμηθεί ή αντίθετα να αγνοηθεί, μπορούν να οδηγήσουν σε
σύγχυση και σε αμφισβητήσεις του εάν μια εισαγωγή ή μια περαιτέρω νοσηλεία
γίνεται « εκούσια» ή «ακούσια».
Η ελληνική νομοθεσία όμως θεώρησε
περιττό να ασχοληθεί με το πρόβλημα. Έτσι φτάσαμε στο σημείο οι εισαγωγές να
χαρακτηρίζονται εκκούσιες ή ακούσιες κατα το δοκούν.
Ο κανόνας 1 παρ. 2 του Συμβουλίου
της Ευρώπης αντιμετωπίζει το πρόβλημα με τη ρητή αναφορά στην αίτηση του
αρρώστου, χαρακτηρίζοντας ως « ακούσιο εγκλεισμό» οποιαδήποτε εισαγωγή και
νοσηλεία που δεν στηρίζεται σε αίτηση αυτού του ίδιου.
Το Συμβούλιο προφανώς θεωρεί
αυτονόητη την ικανότητα του αιτούντα να δηλώνει τη θέλησή του να νοσηλευθεί μη
φανταζόμενο ότι, όπως δυστυχώς συμβαίνει μέσα στις διαμορφωθείσες απο την
ελληνική Νομοθεσία συνθήκες- μπορούσαν να θεωρηθούν ως «εκούσιες» εισαγωγές ή
κατακρατήσεις αρρώστων σε προφανή και αναμφισβήτητη αδυναμία ευρισκομένων να
δηλώσουν την οποιαδήποτε βούληση, είτε λόγω της ίδιας της ψυχικής διαταραχής,
είτε λόγω συνύπαρξης βαρειάς σωματικής αρρώστιας, είτε λόγω της επίδρασης της
«θεραπείας» που ήδη έχουν υποστεί, είτε για άλλους λόγους.
Το υπόμνημα της Ε.Ε της 4.7.80
επιλύει το πρόβλημα κατα ανάλογο προς τον κανόνα 1 τρόπο , αλλά – έχοντας υπόψη
τι είχε συμβεί ήδη υπο το καθεστώς της Ελληινικής Νομοθεσίας- και με τη
συμπληρωματική αναφορά στην ικανότητα του πάσχοντα να δηλώνει τη βούληση του. «Εκούσια είναι η εισαγωγή του ικανού να δηλώνει τη βούλησή του αρρώστου που επεδίωξε την εισαγωγή του ή την
αποδέχτηκε ελεύθερα όταν του υποδείχτηκε σαν ιατρικά αναγκαία λύση»...
«Οποιαδήποτε θεραπεία και οποιαδήποτε παράβαση νοσηλεία του εκούσια εισαχθέντος
μόνο εκούσια επιτρέπεται».
Ως αναγκαία δε δικαιολογητικά
προσδιόρισε όχι μόνο «αίτηση για νοσηλεία
του αρρώστου και μόνον αυτού» αλλά και «γνωμάτευση
του διευθυντή της κλινικής που θα δεχτεί τον άρρωστο όπου θα βεβαιώνεται απαραίτητα
η ικανότητα του αρρώστου να δηλώνει τη βούλησή του για νοσηλεία».
Σύμφωνα εξάλλου με το υπόπνημα
της Ε.Ε. «όλες οι εισαγωγές που γίνονται
χωρίς αίτηση του ικανού να δηλώσει τη βούληση του αρρώστου , θεωρούνται «μη
εκούσιες». Μη εκούσια δηλαδή θεωρείται όχι μόνο αυτή που γίνεται εναντίον της
βουλήσεως του ικανού να δηλώσει τη βούλησή του αλλά και αυτή που γίνεται εν αγνοία της βουλήσεως του ανίκανου να
δηλώσει τη βούλησή του».
Στο «Σχέδιο Υπουργικής Απόφασης
«Περί εφαρμογής του άρθρου 4 του Ν.Δ. 104/1973» του Χ. Βαρουχάκη που υποβλήθηκε
αρμοδίως τον Φεβρουάριο 1982
προβλέπονται ανάλογες ρήτρες. Έτσι ως «εκούσια νοσηλεία» ορίζεται «...η
εισαγωγή και νοσηλεία ικανού να δηλώνει την προς τούτο βούλησή του να νοσηλευτεί».
Ως «ακούσια νοσηλεία», εξ άλλου, ορίζεται όχι μόνο «...η αναγκαστική εισαγωγή
και νοσηλεία αρρώστου ικανού να δηλώνει τη βούλησή του, που εναντιώνεται στην
εισαγωγή του, ή τη νοσηλεία του ή την εφαρμοζόμενη αγωγή», αλλά και « .. η με
οποιονδήποτε τρόπο εισαγωγή και νοσηλεία αρρώστου που η ψυχική του διαταραχή
τον κάνει ανίκανο να δηλώσει τη βούλησή
το».
Με τις ρυθμίσεις του Υπομνήματος
της Ε.Ε. και του σχεδίου Βαρουχάκη επιχειρείται ένα ακόμα πιο προχωρημένο βήμα
απο αυτό που πετυχαίνεται με τη διατύπωση του άρθρου 1ΠΑΡ. 2 και 3 των Κανόνων.
ΑΡΘΡΟ 2
Οι ψυχίατροι και οι άλλοι γιατροί, προκειμένου να
προσδιορίσουν εαν ενα πρόσωπο πάσχει απο ψυχική διαταραχή και χρειάζεται
εγκλεισμό ενεργούν, σύμφωνα με τις αρχές της ιατρικής επιστήμης. Η δυσκολία
προσαρμογής σε ηθικές, κοινωνικές , πολιτικές, ή άλλες αξίες, αυτή καθ΄εαυτή,
δεν πρέπει να θεωρείται ως ψυχική διαταραχή.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 2
Ανάλογη πρόβλεψη κάνει ο Χ.
Βαρουχάκης όταν στην γραπτή εισήγησή του για τα «νομικά πλαίσια που θα
ρυθμίζουν την παροχή ψυχιατρικών υπηρεσιών στη χώρα μας» στην επιτροπή μελέτης
του ν. 104/73, τονίζει : « η παροχή
ψυχιατρικών υπηρεσιών ... δεν επεκτείνεται σε κάθε άτομο, επειδή απλώς έχει
προβλήματα ή διαταραγμένες διαπροσωπικές σχέσεις... η ψυχιατρική δεν φιλοδοξεί
να καταστεί ο αυθεντικός ερμηνευτής κάθε ανθρώπινης εκδήλωσης και ο υπέρτατος
κριτής του φυσιολογικά ή του ηθικοκοινωνικά ορθού κάθε ανρώπινης
συμπεριφοράς... Πρέπει να προβλέπουμε διαδικασίες που θα αποτρέπουν τον κίνδυνο
να χρησιμοποιηθούν η Ψυχιατρική και οι ψυχίατροι σαν όπλο φυσικής ή ηθικής
εξουδετέρωσης αντιφρονούντων, πολιτικών αντιπάλων, ή ατόμων με διαφορετικές απο
τις κρατούσες ηθικές αξίες... Η κρατούσα κοινωνική ηθική έχει αρκετά όπλα για
να εξουδετερώσει τους αντιπάλους της και πολλές φορές τους αναμορφωτές της. Η
ψυχιατρική αρνείται να είναι ακόμα ένα».
Η ισχύουσα ελληνική νομοθεσία δεν
προβλέπει τέτοιες ρήτρες. Ρητές, αντίθετα, διατάξεις της, όπως επισημαίνεται
και στην εργασία του Χ. Βαρουχάκη « Οι ισχύουσες νομικές διατάξεις για την
ενδονοσοκομειακή νοσηλεία των ψυχικά πασχόντων» και στο Υπόμνημα της Ε.Ε. της
4.7.80, επιτρέπουν την παρεμβολή και άλλων όρων εκτός της καθ’εαυτό ψυχικής
διαταραχής που μπορούν να καθορίσουν την τύχη του αρρώστου (ίδε στα ανωτέρω
κείμενα, το σχολιασμό των άρθρων 5,8 και 9 παρ.2 της Υπουργ. Απόφασης
(Γ2β/3036).
Η σύσταση του άρθρου 2 των
κανόνων εξ’άλλου προς τους ψυχιάτρους και τους άλλους γιατρούς να ενεργούν
σύμφωνα με τις αρχές της ιατρικής επιστήμης υπάρχει και στο σχέδιο Βαρουχάκη
(άρθρο 2, παρ.9 ) όπου ρητά ορίζεται οτι « η
ιατρική γνωμάτευση για την ακούσια νοσηλεία εκδίδεται μετά επισταμένη και κατά
τους κανόνες της επιστήμης εξέταση του αρρώστου και είναι αναλυτικά
αιτιολογημένη. Περιλαμβάνει οπωσδήποτε όχι μόνο την ψυχιατρική διάγνωση αλλά
και τα πραγματικά περιστατικά, τα ιδιαίτερα ψυχοπαθολογικά στοιχεία και τους
κατα καθιερωμένους κανόνες της Επιστήμης συλλογισμούς που επιβάλλουν την
ακούσια νοσηλεία του αρρώστου».
ΑΡΘΡΟ 3
Εφ’όσον δεν υπάρχουν άλλα μέσα για την παροχή της
κατάλληλης θεραπείας :
α. Ένας άρρωστος μπορεί να εγκλεισθεί σε ίδρυμα μόνο
όταν, εξ’αιτίας της ψυχικής του διαταραχής αντιπροσωπεύει ενα σοβαρό κίνδυνο
για τον εαυτό του ή άλλα πρόσωπα.
β. Τα Κράτη, όμως, μπορούν να προβλέψουν επίσης οτι
ένας άρρωστος , μπορεί να εγκλεισθεί και όταν εξ’αιτίας της σοβαρής φύσης της
ψυχικής του διαταραχής, ο μη εγκλεισμός του θα οδηγούσε σε επιδείνωση της
διαταραχής του ή θα παρεμπόδιζε την παροχή της κατάλληλης θεραπείας.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 3
Το άρθρο δύο επιτρέπεται επομένως
κατ’αρχήν στον εγκλεισμό του ψυχικά πάσχοντα « μόνον όταν εξ’αιτίας της ψυχικής του διαταραχής αντιπροσωπεύει ενα
σοβαρό κίνδυνο για τον εαυτό του ή τους άλλους» και μάλιστα υπο την
προυπόθεση οτι «... δεν υπάρχουν άλλα μέσα για την παροχή της κατάλληλης
θεραπείας». Αναγνωρίζει όμως στα Κράτη- μέλη τη διακριτική ευχέρεια να
προβλέψουν τη δυνατότητα εγλεισμού και στις περιπτώσεις όπου «..εξαιτίας της
σοβαρής φύσης της ψυχικής διαταραχής ο μη εγκλεισμός θα οδηγούσε σε επιδείνωση
της διαταραχής του ή θα παρεμπόδιζε την παροχή της κατάλληλης θεραπείας».
Η ελληνική νομοθεσία στις
σχετικές της διατάξεις, τις αναφερόμενες το άρθρο 5 του Ν.Δ. 104/73 και οι
παραγρ. 2 και 8 της Υπουργ. Απόφασης Α2β/5345) δεν ανταποκρίνονται στις ρήτρες
του άρθρου 3 των κανόνων.
Κατ’αρχην απουσιάζει η γενική
προυπόθεση της ανυπαρξίας άλλου τρόπου, πλην του εγκλεισμού, για την παροχή της
κατάλληλης θεραπείας. Επίσης δεν προσδιορίζεται ρητά ούτε η σοβαρότητα του
κινδύνου ούτε η άμεση αιτιολογική του σύνδεση με την ψυχική διαταραχή. Και
επίσηςδεν προσδιορίζεται ρητά η αιτιολογική σύνδεση οποιουδήποτε λόγου
εγκλεισμού με την ίδια την ψυχική διαταραχή. Το άρθρο 3 των κανόνων ορίζει «
όταν εξ’αιτίας της ψυχικής του
διαταραχής αντιπροσωπεύει έναν σοβαρό
κίνδυνο...» και «όταν εξ’αιτίας της
σοβαρής φύσης της διαταραχής ο μη εγκλεισμός θα οδηγούσε σε επιδείνωση της
διαταραχής του ή θα παρεμπόδιζε την παροχή της κατάλληλης θεραπείας». Στην
ισχύουσα ελληνική νομοθεσία οι διατυπώσεις είναι «όταν ο πάσχων είναι επικίνδυνος» άρθρο 5 του Ν.Δ. 104/73,όταν «πιθανολογείται βελτίωσις ή αποτροπής επιδεινώσεως της
καταστάσεως του πάσχοντος» (άρθρο 2 παρ.8 της Υπουργ. Αποφ. Α2β/5345).
Αυτές οι ασαφείς και εξαιρετικά επιεικείς διατυπώσεις οδήγησαν άλλωστε και
οδηγούν στην εισαγωγή με τον όχι μόνο προσβλητικό αλλά και ψευδή χαρακτηρισμό
«επικίνδυνος» ενός μεγάλου αριθμού αρρώστου.
Το γεγονός επισημάνθηκε με συγκεκριμένους αριθμούς τόσο με την εισήγηση
στην Ελληνική Νευρολογική και Ψυχιατρική Εταιρία του Χ. Βαρουχάκη, όσο και με
το υπόμνημα της Ε.Ε. της 4.7.80. Στο υπόμνημα αυτό εξ’άλλου ορίζεται ότι: « Δεν επιτρέπεται μη εκούσια εισαγωγή του
ικανού για δήλωση βουλήσεως παρά μόνο όταν η ψυχική του διαταραχή είναι τέτοια που συνεπάγεται σοβαρό και άμεσο κίνδυνο». Επίσης ρητά
επισημαίνεται η αντισυνταγματικότητα της διάταξης της παρ.8 του αρ.2 της
Υπουργ. Απ. Α2β/5345. Επίσης, προκειμένου για εισαγωγή με την αιτιολογία της
βελτίωσης ή αποτροπής επιδείνωσης της κατάστασης, μπαίνει, με το Υπόμνημα της
Ε.Ε., η ρητή προυπόθεση της ανικανότητας
προς δήλωση βουλήσεως, ανάλογη προς τη ρήτρα της σοβαρής φύσης της ψυχικής διαταραχής
του άρθρου 3 παρ. β των Κανόνων (ανικανότητα προς δήλωση βουλήσεως συνεπάγονται
μόνο οι σοβαρής φύσης ψυχικές διαταραχές).
Ανάλογες προβλέψεις υπάρχουν και
στο «σχέδιο ερμηνευτικής εγκυκλίου για το άρθρο 5 του Ν.Δ. 104/73» και επίσης
στο « σχέδιο Υπουργ. Απόφασης «περί εφαρμογής του άρθρου 4 του Ν.Δ. 104/73» του
Χ. Βαρουχάκη. Τονίζεται σχετικά οτι «...η
αληθής έννοια της «κατεπειγούσης περιπτώσεως»
και του «επικίνδυνου εις την δημοσίαν τάξιν ή προσωπικήν ασφάλειαν των
πολιτών ή δι’εαυτόν» είναι οτι λόγω της εν γένει συμπεριφοράς του δημιουργείται
η πεποίθηση οτι επίκειται κίνδυνος να προβεί ο άρρωστος σε πράξη βίας ή
καταστροφής και όχι άλλες πράξεις που πιθανόν να συνιστούν διατάραξη της
δημόσιας τάξης (π.χ. διατάραξη της κοινής ειρήνης,ειρήνης πολιτών, εξυβρίσεις,
γενικώς ενοχλητική συμπεριφορά κτλ.) αλλά που δεν επιβάλλουν την ανάγκη άμεσης
και κατεπείγουσας αντιμετώπισης αλλά επιδέχονται αντιμετώπιση με άλλες
διαδικασίες.
Επίσης με κανέναν τρόπο δεν νομιμοποιείται η κίνηση
της διαδικασίας του άρθρου 5 του Ν.Δ. 104/73 εάν ο κίνδυνος δεν προέρχεται απο
την ύπαρξη της ψυχικής διαταραχής αλλά απο άλλες αιτίες όπως π.χ. συνύπαρξη
σοβαρής σωματικής αρρώστιας ή αναπηρίας αδυναμία του αρρώστου να φροντίσει και
να υπερασπιστεί τον εαυτό του , ανυπαρξία της απαιτούμενης για ορισμένα άτομα
(υπερύλικες διανοητικά καθυστερημένοι) οικογενειακής ή κοινωνικής προστασίας
και μέριμνας».
Επίσης στο άρθρο 2 του σχεδίου
προβλέπεται «ακούσια νοσηλεία» για μεν τον ανίκανο προς δήλωση βουλήσεως
«...όταν υπάρχει ιατρική ένδειξη νοσοκομειακής νοσηλείας και μόνο για όσο χρόνο
χρειάζεται για να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα» (παρ. 2 ) για δεν
τον ικανό «...μόνο εαν λόγω της ψυχικής του διαταραχής επίκειται κίνδυνος να
προβεί σε πράξη βίας ή καταστροφής και μόνον εαν κατα τα διδάγματα της
επιστήμης και υπο τις υπάρχουσες εν γένει συνθήκες και περιστατικά δεν είναι
δυνατή η εφαρμογή άλλων λύσεων για την μείωση ή την αποτροπή του κινδύνου».
ΑΡΘΡΟ 4
1. Μια απόφαση
εγκλεισμού πρέπει να λαμβάνεται απο δικαστική ή άλλη κατάλληλη αρχή,
προβλεπόμενη απο το Νόμο. Σε επείγουσα περίπτωση, ένας άρρωστος μπορεί να
εισαχθεί και να κρατηθεί αμέσως σ’ένα ίδρυμα με απόφαση ενός γιατρού, που
κατόπιν πρέπει να ενημερώσει αμέσως την δικαστική ή άλλη αρχή , η οποία πρέπει
να πάρει την απόφασή της. Οποιαδήποτε απόφαση της αρμόδιας δικαστικής ή άλλης
αρχής για την οποία γίνεται λόγος σ’αυτή την παράγραφο, πρέπει να παίρνεται
ύστερα απο ιατρική γνωμάτευση και με απλή και σύντομη διαδικασία.
2. Όταν μια
απόφαση εγκλεισμού λαμβάνεται απο μη δικαστικό όργανο ή προσωπο, αυτό το όργανο
ή το πρόσωπο πρέπει να είναι διαφορετικό απο αυτό που αρχικά ζήτησε ή πρότεινε
τον εγκλεισμό. Ο άρρωστος πρέπει αμέσως να πληροφορείται τα δικαιώματά του και
πρέπει να έχει το δικαίωμα να κάνει έφεση σε δικαστήριο το οποίο θα αποφασίσει
με μια διαδικασία απλή και σύντομη. Εκτός αυτού, απο μιαν αρμόδια αρχή , πρέπει
να υποδεικνύεται ένα πρόσωπο, που καθήκον του είναι να βοηθήσει τον άρρωστο να
αποφασίσει εαν θα κάνει έφεση, χωρίς περιορισμό του δικαιώματος έφεσης
οποιουδήποτε άλλου ενδιαφερομένου προσώπου.
3. Όταν η απόφαση
λαμβάνεται απο μια δικαστική αρχή ή όταν ασκείται έφεση ενώπιων δικαστικής
αρχής, κατα απόφασης εγκλεισμού που έχει ληφθεί απο διοικητικό όργανο, ο
άρρωστος πρέπει να ενημερώνεται για τα δικαιώματά του και να έχει την πρακτική
δυνατότητα να ακουστεί προσωπικά απο ενας δικαστή, εκτός εαν ο δικαστής,
λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της υγείας του αρρώστου, αποφασίσει να τον
ακούσει δι’αντιπροσώπου. Πρέπει να ενημερώνεται για το δικαίωμά του να
προσφύγει κατά της απόφασης που διατάσσει ή επικυρώνει τον εγκλεισμό και ενα το
ζητήσει ο ίδιος ή το θεωρήσει πρόσφορο ο δικαστής, πρέπει να έχει το προνόμιο
της συμπαράστασης συμβούλου ή άλλου προσώπου.
4. Οι δικαστικές
αποφάσεις που αναφέρονται στην παραγρ. 3 πρέπει να υπόκεινται σε έφεση.
ΠΑΤΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 4
Στο άρθρο αυτό καθορίζονται οι δικαστικές εγγυήσεις που πρέπει να
περιβάλλουν μιαν απόφαση εγκλεισμού. Η ελληνική νομοθεσία δεν παρέχει καμιά
τέτοια εγγύηση, ευρισκόμενη σε ρητή αντίθεση με το Ελληνικό Σύνταγμα και βέβαια
με τους κανόνες.
Η προβλεπόμενη απο το άρθρο 5 του Ν.Δ. 104/73 παρέμβαση του Εισαγγελέα
μάλλον κακό έκανε, γιατί, παρά τον νόμο και το Σύνταγμα, η εισαγγελική απόφαση
θεωρήθηκε υποχρεωτική. Επίσης η προβλεπόμενη θεώρηση απο τον εισαγγελέα της
απόφασης εγκλεισμού σύμφωνα με τη διαδικασία των παρ. 2,3,4 δεν πρόσφερε τίποτα
στον άρρωστο, τελευταία δε έχει και τυπικά αγνοηθεί.
Η Ε.Ε. προσπαθώντας να ενεργοποιήσει διατάξεις του Συντάγματος επιχείρησε,
αλλά βέβαια εις μάτην, να προσδώσει στις διαδικασίες εγκλεισμού μια κάποια
δικαστική εγγύηση. Έτσι,στο υπόμνημα της 4.7.80, ρητά θεωρεί μη υποχρεωτική την
απόφαση του Εισαγγελέα, την προβλεπόμενη απο το άρθρο 5 του Ν.Δ. 104/73 και
ρητλα θεωρεί αντισυνταγματική τη διαδικασία που προβλέπει η παρ. γ του άρθρου 2
της Υπουργ. Απόφασης Α2β/5345.
Επίσης έχοντας κυρίως υπόψιν τις διατάξεις του Συντάγματος (Άρθρο 20 .1:
Έκαστος δικαιούται εις παροχήν εννόμου προστασίας υπο των δικαστηρίων και
δύναται να αναπτύξει ενώπιων τούτων τας απόψεις του περι των δικαιωμάτων ή
συμφερόντων του, ως νόμος ορίζει. 2: Το δικαίωμα της προηγούμενης ακροάσεως του
ενδιαφερομένου ισχύει και δια πάσαν διοικητικήν ενέργειαν ή μέτρον λαμβανομένον
εις βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων αυτού) και της σύμβασης για την
προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (π.χ. το
άρθρ. 5 παρ. 4 που ορίζει : Παν πρόσωπον στερούμενον της ελευθερίας του
συνεπεία συλλήψεως ή κρατήσεως έχει δικαίωμα προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, ίνα
τούτο αποφασίσει εντός βραχείας προθεσμίας επι του νομίμου της κρατήσεως και
διατάξει την απόλυση του εν περιπτώσει παρανόμου κρατήσεως) ζήτησε οι
γνωματεύσεις του διευθυντή κλινικής οι
εκδιδόμενες κατα το άρθρ. 5 του Ν.Δ. 104/73 όπως και οι αποφάσεις οι
εκδιδόμενες κατα τις διατάξεις των παρ. και 3 της υπουργ. Απόφασης Α2β/5345, να
βεβαιώνουν και οτι «... ο άρρωστος ενημερώθηκε για τους λόγους της ακούσιας
νοσηλείας του και για το δικαίωμα του να προσφύγει κατα των σχετικών μέτρων
στην εισαγγελία των Πρωτοδικών Αθηνών».
Ο Χ. Βαρουχάκης εξ’άλλου στην εισαγωγή του σχεδίου του «Υπουργική απόφαση
σε εφαρμογή άρθρου 4 του Ν.Δ. 104/73» και της «ερμηνευτικής εγκυκλίου για το
άρθρο 5 του Ν.Δ. 104/73», επισημαίνει την αντισυνταγματικότητα του άρθρου 4 και
του άρθρου 5 και επίσης και τις τελούμενες παραβιάσεις των άρθρων του
Συντάγματος (άρθρο 5, και άρθρο 6 παρ.1) που προβλέπουν την παρέμβαση της
δικαστικής αρχής σε περιπτώσεις σύλληψης ή κράτησης, όπως ακόμη και τις παραβιάσεις
των σχετικών άρθρων της «Σύμβασης για τη προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
και των Θεμελιωδών Ελευθεριών».
Στο «Σχέδιο» εξ’άλλου (άρθρο3 παρ. 4) προσδιορίζεται διαδικασία που
κατοχυρώνει το δικαίωμα του αρρώστου να προσφύγει στη δικαιοσύνη κατά της
κράτησής του, με ρυθμίσεις ανάλογες προς τις προβλεπόμενες απο τις παρ.2 και 3
του άρθρου 4 των Κανόνων.
ΑΡΘΡΟ 5
1. Ένας άρρωστος
που βρίσκεται υπο εγκλεισμό , έχει το δικαίωμα να θεραπεύεται υπο τις αυτές
ηθικές και επιστημονικές συνθήκες υπο τις οποίες και οποιοσδήποτε άλλος
άρρωστος, και μέσα στις ίδιες συνθήκες περιβάλλοντος. Ιδιαίτερα έχει δικαίωμα
να δέχεται την κατάλληλη αγωγή και περίθαλψη.
2. Μια θεραπευτική
αγωγή που δεν είναι ακόμα γενικά αναγνωσρισμένη απο την Ιτρική Επιστήμη λη
εμφανίζει σοβαρό κίνδυνο πρόκλησης μόνιμης εγκεφαλικής βλάβης ή ριζικής
μεταβολής της προσωπικότητας μπορεί να δοθεί μόνο εαν ο γιατρός το θεωρεί
απολύτως απαραίτητο και εαν ο άρρωστος, αφού ενημερωθεί, έχει δώσει τη ρητή
συναίνεσή του. Εαν ο άρρωστος , δεν είναι σε θέση να κατανοήσει τη φύση της
θεραπείας ο γιατρός πρέπει να υποβάλλει το ζήτημα προς επίλυση, σε μια
ανεξάρτητη κατάλληλη αρχή που προβλέπει ο νόμος, η οποία θα συμβουλέψει το
νόμιμο εκπρόσωπο του αρρώστου, εαν υπάρχει.
3. Κλινικές
δοκιμές προιόντων και θεραπειών που δεν έχουν ψυχιατρικό θεραπευτικό σκοπό σε
πρόσωπα που πάσχουν απο ψυχική διαταραχή και βρίσκονται σε εγκλεισμό, πρέπει να
απαγορεύονται. Κλινικές δοκιμές που έχουν ψυχιατρικό θεραπευτικό σκοπό είναι
ένα θέμα προς ρύθμιση απο την εθνική νομοθεσία.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 5
Είναι γνωστή η κατάσταση στα ελληνικά ψυχιατρεία. Τι
λοιπόν να παρατηρήσει κανείς σχετικά με τα οριζόμενα στην παρ.1 του άρθρου
αυτού; Αναφερόμαστε μόνο στην τελευταία απο τις πολλές δημόσιες καταγγελίες της
Ε.Ε., στην ανακοίνωση της 11.8.83.
Αλλά ούτε τα οριζόμενα απο την παρ.2 προβλέπονται απο την ελληνική νομοθεσία.
Η Ε.Ε. και ο Χ. Βαρουχάκης στην εργασία του «Οι
ισχύουσες διατάξεις για την ενδονοσοκομειακή νοσηλεία εων ψυχικά πασχόντων»
έχουν επισημάνει «...την έλλειψη σεβασμού στην αξία του ανθρώπου» και «...το
πνεύμα υποτίμησης της αξίας του ανθρώπου» που διέπει τις διατάξεις της σχετικής
νομοθεσίας ιδιαίτερα δε το άρθρο 5 της Υπουργικής Απόφασης Γ2β/3036/73 που
αναφέρεται «..στας επι ψυχικώς πασχόντων ενεργουμένας ιατρικάς ή χειρουργικάς
επεμβάσεις διαγνωστικού , θεραπευτικού ή προφυλακτικού χαρακτήρος».
ΑΡΘΡΟ 6
Οι περιορισμοί
της προσωπικής ελευθερίας του αρρώστου πρέπει να περιορίζονται σε αυτούς μόνο
που είναι απαραίτητοι εξ’αιτίας της κατάστασης της υγείας του και την επιτυχία
της θεραπείας.
Όμως δεν πρέπει
να περιορίζεται το δικαίωμα του αρρώστου:
Α. Να
επικοινωνεί με κάθε αρμόδια αρχή, το πρόσωπο που αναφέρεται στο άρθρο 4 και ένα
δικηγόρο.
Β. Να στέλνει
οποιοδήποτε κλειστό γράμμα.
ΑΡΘΡΟ 7
Ένας άρρωστος,
δεν πρέπει να μεταφέρεται απο ένα ίδρυμα σε ένα άλλο παρά μόνο αφπύ ληφθούν
υπόψη το θεραπευτικό του συμφέρον και όσο είναι δυνατό , οι επιθυμίες του.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 7
Με εντελώς αντίθετο πνεύμα είναι διατυπωμένο το
σχετικό άρθρο της υπουργικής απόφασης Γ2β/3036/73 και οχι με ανάλογο πνεύμα
μοιάζει να εμφορούνται οι αρμόδιες διοικητικές υπηρεσίες.
Με την ευκαιρία πληροφοριών περί μεταφοράς αρρώστων
στη Λέρο, η Ε.Ε. έχει διατυπώσει επίσημα τις δικές της θέσεις που ταυτίζονται
με τις αναφερόμενες στο Άρθρο 7 των Κανόνων.
ΑΡΘΡΟ 8
1. Ένας εγκλεισμός
πρέπει να γίνεται για ορισμένη χρονική περίοδο, ή, τουλάχιστον, η αναγκαιότητα
του εγκλεισμού πρέπει να επανεξετάζεται σε κανονικά χρονικά διαστήματα. Ο
άρρωστος μπορεί να ζητήσει να εξεταστεί η αναγκαιότητα εγκλεισμού απο μια
δικαστική αρχή σε λογικά διαστήματα. Οι αρχές του Άρθρου 4 , παρ.3 ισχύουν.
2. Ο εγκλεισμός
μπορεί να τερματιστεί οποιαδήποτε στιγμή με απόφαση: α) του γιατρού ή β) μιας
αρμόδιας αρχής που δρα με δική της πρωτοβουλία ή μετά απο αίτηση του αρρώστου ή
οποιουδήποτε άλλου ενδιαφερομένου προσώπου.
3. Ο τερματισμός
του εγκλεισμού δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε το τέλος της θεραπείας που μπορεί να
συνεχιστεί σε εκούσια βάση.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 8
Στην Ελληνική Νομοθεσία παραλείπονται τέτοιες ρυθμίσεις. Μόνο για τις
«εκούσιες» εισαγωγές προβλέπονται κάποοι χρονικοί περιορισμοί, εύκολα όμως,
βάσει άλλων διατάξεων , παραβιαζόμενοι και ουδέποτε τηρηθέντες στην πράξη.
Το χρονικό όριο του «ενός μηνός» που προβλέπεται στις διαδικασίες του
άρθρου 5 του Ν.Δ. 104/73 εύκολα εξ’άλλου παραβιάζεται με τη ρήτρα «...εκτός εαν
τω μεταξύ συντρέχουν προυποθέσεις ακουσίας νοσηλείας αυτού» βάσει της οποίας ο
άρρωστος μπαίνει αμέσως στην εξουσία των διατάξεων της Υπουργ. Απόφασης
Γ2β/3036/73, στις οποίες δεν υπάρχουν χρονικοί περιορισμοί στο χρόνο νοσηλείας.
Σαν να μην έφταναν αυτά, η χορήγηση στον Διοικητικό Διευθυντή του Ιδρύματος,
του δικαιώματος της χορήγησης του εξιτηρίου (αντίθετα προς την παρ. 2,α του
Άρθρου γ των Κανόνων) μπορεί να παρεμποδίσει την έξοδο αρρώστου, την οποία ο
γιατρός αποφάσισε.
Με την Υπουργ. Απόφαση Α2β/5345/78 επιχειρήθηκαν ορισμένες ρυθμίσεις που θα
απέτρεπαν τον επ’αόριστο εγκλεισμό των αρρώστων. Οι ρυθμίσεις αυτές, όπως ήδη
είχε προβλέψει το Ε.Σ. του Κ.Θ.Ψ.Π.Α. με το Υπόμνημα του της 23.7.79, κατέληξαν
σ’ένα εντελώς στείρο γραφειοκρατικό
τύπο- που κι αυτός τελευταία παραλείπεται – για τους εξής λόγους: Πρώτον γιατί
δεν επέβαλαν την αυτοπρόσωπη παρουσία του αρρώστου κατά την εξέταση της ανάγκης
(ανά 6 μηνον) παράτασης του εγκλεισμού. Δεύτερο , γιατί η διαδικασία αυτή δεν
αφορούσε όλους τους αρρώστους, αλλά μόνο όσους ένα μόνο πρόσωπο , ο καθηγητής
της Ψυχιατρικής, επέλεξε, βάσει των εκθέσεων που του στέλνουν. Τρίτο, και
σπουδαιότερο, γιατί το δικαίωμα κίνησης της διαδικασίας τερματισμού του
εγκλεισμού απο τον ίδιο τον άρρωστο απευθυνόμενο σε ανεξάρτητη δικαστική αρχή,
δεν προβλέπεται.
Η Ε.Ε., με το Υπόμνημά της της 4.7.80 επιχείρησε ορισμένες ρυθμίσεις
συμβαδίζουσες με το πνεύμα του άρθρου 8 των Κανόνων. Κυρίως ως προς τα χρονικά
όρια του εγκλεισμού και τη δυνατότητα τερματισμού του με μόνη τη γνωμάτευση του
γιατρού.
Στο «Σχέδιο» Βαρουχάκη προβλέπεται ακόμη το δικαίωμα του αρρώστου και
παντός άλλου προσφυγής σε δικαστική αρχή για τον τερματισμό του εγκλεισμού, και
επίσης δικαστική απόφαση για παρατεινόμενο εγκλεισμό, η αναγκαιότητα του οποίου
πρέπει να επανεξετάζεται κατά διαστήματα όχι μεγαλύτερα του έτους.
ΑΡΘΡΟ 9
1. Ο εγκλεισμός,
αυτός καθ’εαυτός, δεν μπορεί να συνιστά, απο τον ίδιο το νόμο, λόγο περιορισμού
της διακιοπρακτικής ικανότητας του αρρώστου.
2. Εντούτοις , η
αρχή που αποφασίζει έναν εγκλεισμό πρέπει να εξετάζεται , εαν χρειάζεται , τα
μέτρα που πρέπει να ληφθούν για να προστατευθούν τα υλικά συμφέροντα του
αρρώστου.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 9
Οι σχετικές με τον εγκλεισμό διατάξεις δεν προβλέπουν
τέτοιες ρυθμίσεις. Στο «Σχέδιο» Βαρουχάκη (άρθρο 2, παρ. 7 ) επιχειρείται
κάποια ρύθμιση σύμφωνη με το πνεύμα της παρ.2 του Άρθρου 9 των Κανόνων.
ΑΡΘΡΟ 10
Σε κάθε
περίπτωση , η αξιοπρέπεια του αρρώστου πρέπει να είναι σεβαστή και να
παίρνονται τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία της υγείας του.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 10
Ο καθ’ένας που έχει επισκεφτεί ελληνικό Ψυχιατρείο
μπορεί να σχολιάσει κατά βούληση αυτό το άρθρο.
ΑΡΘΡΟ 11
Αυτοί οι
κανόνες δεν περιορίζουν τη δυνατότητα ενός Κράτους- μέλους να υιοθετήσει
ρυθμίσεις που να εξασφαλίζουν μεγαλύτερη νομική προστασία σε πρόσωπα που
υποφέρουν απο ψυχική διαταραχή και υπόκεινται σε εγκλεισμό.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 11
ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ:
Facebook
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΥΒΡΙΣΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ΘΑ ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ