Επίκειται τώρα η αλλαγή του Νόμου 2071/92
Λυπάμαι γιατί η ηλικία μου
δεν μου επιτρέπει την συμπαράσταση που θα επιθυμούσα να έχω στην κάθε προσπάθεια για το καλλίτερο. Λυπάμαι ακόμη γιατί οι
συνάδελφοί μου ψυχίατροι ( και πιο πολύ
αυτοί στο «Δαφνί» που κάποτε, όταν μου
είχαν εμπιστευτεί τον συντονισμό του αγώνα τους ,αποτελούσαν την πρωτοπορία κάθε ανανεωτικής πρωτοβουλίας) φαίνεται να έχουν κηρύξει αποχή από τα τεκταινόμενα
. Και πάλι οι
ψυχίατροι , όπως συνέβη και με το Νόμο για τα μέτρα θεραπείας ατόμων που απαλλάσσονται από την ποινή λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ( σε αντίθεση με τους νοσηλευτές
για άλλη μια φορά ) ούτε στο
Δαφνί, ούτε ι στην Ε.Ψ.Ε φαίνεται να
έχουν καταθέσει , γραπτές ,συγκροτημένες και τεκμηριωμένες απόψεις . Όταν τεθεί
προς διαβούλευση ο Νόμος που θα αντικαταστήσει τον ισχύοντα θα δημοσιοποιήσω τις παρατηρήσεις μου . Από
τώρα όμως μπορώ να πω ότι παρά τις
όποιες αγαθές προθέσεις πραγματική
βελτίωση υπέρ των αρρώστων μου φαίνεται εξαιρετικά απίθανη. Η πραγματική βελτίωση πρέπει
απαραίτητα να στηρίζεται στην επαρκή στελέχωση των Μονάδων Ψυχικής Υγείας
και την καλή οργάνωσή τους , προϋποθέσεις που στο άμεσο και ίσως το απώτερο μέλλον μου μοιάζει αδύνατο
να υπάρξουν.
Έχω σκοπό να αναφερθώ με λεπτομέρειες ,και παρουσιάζοντας τα σχετικά ντοκουμέντα, στον αγώνα των ψυχιάτρων στο "Δαφνι" (τότε που ήξεραν να αγωνίζονται ) που οδήγησε στην κατάργηση του χουντικού Νόμου 104/73 και την ψήφιση του Νόμου 2071/72 . Θεωρώ όμως επίκαιρο και χρήσιμο να δημοσιοποιήσω σήμερα ένα κείμενο γραμμένο προ επταετίας με τίτλο: Οι
περιπέτειες του Νόμου 2071 (
Δημοσιεύτηκε στον Τόμο « Ακούσια νοσηλεία ψυχικά ασθενών . Ιατρικά και νομικά
ζητήματα στην εφαρμογή του ν. 2071/92 ,που επιμελήθηκε ο κ. Νικόλαος Μπιλανάκης, που μετέχει τώρα
στην Ομάδα Εργασίας για την τροποποίησή του ). .
Έχει πάντως νομίζω ενδιαφέρον να
σημειώσω, έστω και για μόνο ιστορικούς λόγους, ότι πολλοί από τους
αναφερόμενους στο άρθρο νομικούς που
συνετέλεσαν στην ψήφιση του Ν. 20171/92
και έκτοτε υποστήριξαν κατά καιρούς
και με αμείωτο σθένος τις διατάξεις του και τον αγώνα μου να εφαρμοστούν ,
είχαν έκτοτε λαμπρή επιστημονική εξέλιξη και επαγγελματική και κοινωνική
καταξίωση. Ως προς τους «ασυλιακούς» ψυχιάτρους που με τον αγώνα τους
κατάργησαν το Χουντικό διάταγμα 104/73 και οδήγησαν στη ψήφιση του Νόμου 2071 ,
αυτοί παραιτήθηκαν με τα χρόνια από την
μάταιη προσπάθεια να εφαρμοστεί ο νέος Νόμος, εναντίον του οποίου είχαν ξεσηκωθεί , νομικοί και ψυχίατροι . Ο δε εξής ένας που απόμεινε
παραιτήθηκε στο τέλος και αυτός Παρέμεινε όμως προς τιμή του θα τολμήσω να πω ,
ασυλιακός ψυχίατρος .
Ιδού το κείμενο:
Χάρης Βαρουχάκης
ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΝΌΜΟΥ 2071
(
Μνήμες και μαρτυρίες – σε μια
σύντομη ιστορική αναδρομή- μιας αποτυχημένης προσπάθειας).
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τον Ιούλιο του 1992 δημοσιεύτηκε ο Νόμος
2071/1992 που, μεταξύ άλλων , ρύθμιζε
και θέματα ( όχι όλα) που αφορούσαν τους ψυχικά πάσχοντες .
Ο Νόμος
αυτός δεν ψηφίστηκε ύστερα από
αυτόβουλη κυβερνητική πρωτοβουλία ,αλλά κατόπιν ισχυρών πιέσεων και προσπαθειών
στις οποίες πρωτοστάτησαν επί πολλά χρόνια μια μικρή ομάδα «ασυλιακών» ψυχιάτρων που δούλευαν στο «Δαφνί»
.
Ο νόμος αυτός εξ άλλου ουδέποτε εφαρμόστηκε πλήρως και είκοσι χρόνια μετά καίριες διατάξεις του
εξακολουθούν να μην εφαρμόζονται. Είναι δε
χαρακτηριστικό της γενικευμένης απροθυμίας εφαρμογής του το γεγονός ότι
ακόμη δεν έχει εκδοθεί ούτε η σχετική ερμηνευτική εγκύκλιος ,ούτε έστω κάποια έγκυρη οδηγία εφαρμογής του.
Στο κείμενο που ακολουθεί καταγράφονται
κάποιες από τις άκαρπες προσπάθειες αυτών που δούλευαν στο «Δαφνί» και πίστευαν αφελώς ότι οι Νόμοι ψηφίζονται για να
εφαρμόζονται. Και ότι βασική προϋπόθεση οποιασδήποτε Ψυχιατρικής Μεταρρύθμισης είναι η ύπαρξη ενός νομοθετικού πλαισίου που θα υπερασπίζεται θεσμικά τα δικαιώματα των ψυχικά πασχόντων και δεν θα τα
αφήνει έκθετα στις ορθές ή λανθασμένες
και στις καλοπροαίρετες ή ιδιοτελείς βουλές των από οποιαδήποτε θέση και ρόλο προστατών και εξουσιαστών τους.
Θίγονται επίσης και οι σκληρές αντιδράσεις ,από
ψυχιατρικούς αλλά και από νομικούς κύκλους , σε κάθε προσπάθεια συμμόρφωσης
προς τις επιταγές του. Και επειδή στη χώρα μας εύκολα λησμονείται και το καλό
και το κακό και επειδή το άρθρο μου αυτό θάθελα να προσλάβει και κάποια
ιστοριογραφική αξία, θα αναφερθώ και σε συγκεκριμένα ονόματα. Παίρνω το θάρρος να το πράξω επειδή ήδη έχουν περάσει
πολλά χρόνια και επειδή πιστεύω ότι θα γίνει αντιληπτό ότι δεν αποβλέπω στον
έπαινο ή τον ψόγο , αλλά μόνο στην τεκμηριωμένη καταγραφή γεγονότων και πράξεων
που κατά την προσωπική μου εκτίμηση έδρασαν
υπέρ ή εναντίον των δικαιωμάτων των ψυχικά πασχόντων.
Θα καταθέσω τη μαρτυρία μου και τα στη
διάθεσή μου στοιχεία σε δύο μέρη: Στα προηγηθέντα και στα ακολουθήσαντα την
ψήφιση αυτού του Νόμου.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Τα προηγηθέντα της ψήφισης του Νόμου 2071/92
Σ’
αυτόν τον Κρανίου Τόπο τον επονομαζόμενο
«Δαφνί», όπου χιλιάδες άνθρωποι εξουδετερώθηκαν ηθικά και βιολογικά και έζησαν
εκεί εν ζωή το θάνατό τους, μια μικρή ομάδα ψυχιάτρων , που ένιωσαν στο πετσί
τους την απανθρωπιά του Ασύλου βρήκε τη
δύναμη να αντιστέκεται, σχεδόν μόνη και απομονωμένη επί χρόνια όχι λίγα .Και σε περιόδους όπου η
συντριπτική πλειοψηφία των ψυχιάτρων της χώρας απείχε, η επίσημη ψυχιατρική
αιδημόνως σιωπούσε και αντιμετώπιζε με δύσκολα αποκρυπτόμενη συγκατάβαση αυτούς
τους «ασυλιακούς» ψυχίατρους ,και η νομική κοινότητα ( Νομικοί, εισαγγελείς και
δικαστικοί) ουδόλως ή μεμονωμένα αντιδρούσε.
Αυτή η μικρή ομάδα ,έχοντας τη διοίκηση
της Επιστημονικής Ένωσης , εξέδωσε το Μάρτιο του 1984, το περιοδικό « Τετράδια
Ψυχιατρικής». Παραθέτω τα ονόματα του τότε Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης
που αποτέλεσαν και την πρώτη Συντακτική Επιτροπή του περιοδικού της: Χάρης Βαρουχάκης (Πρόεδρος που πρότεινε και
τον τίτλο του περιοδικού). Δημόκριτος Σαραντίδης, Δημήτρης Καραγιάννης, Γεράσιμος Φραντζιός, Κατερίνα Μάτσα, Φρύνη
Σκόττη και Γιώργος Σαραντόγλου.
Τα
«Τετράδια Ψυχιατρικής» αποτέλεσαν σταθμό
στην ιστορία και την εξέλιξη της ψυχιατρικής στην Ελλάδα , ιδίως της μαχόμενης,
με πολύ σημαντική την επιρροή τους τόσο στη θεωρητική σκέψη όσο και στις προσπάθειες υλοποίησης μέτρων και πρακτικών προς
το συμφέρον των ψυχικά πασχόντων. Και υπήρξαν εξ αρχής και συνεχίζουν να είναι η ακμαία και σταθερή
έπαλξη και το ελεύθερο βήμα για όσους
προσπαθούν να υπερασπισθούν τα δικαιώματα των ψυχικά πασχόντων.
Από το πρώτο κιόλας τεύχος τους τα
«Τετράδια» ασχολήθηκαν με μείζονα
ζητήματα . Εκεί δημοσιεύεται η πλήρης
ανακοίνωση της Επιστημονικής Ένωσης
της 17/7/1981 που υπογράφουν οι Δημήτρης Ρήγας, Γραμματέας, και Χάρης
Βαρουχάκης , Πρόεδρος της ΄Ενωσης, και που εκδόθηκε με αφορμή το χυδαίο τρόπο
που εμφανίστηκε και σχολιάστηκε στον Τύπο ένα έγκλημα που διέπραξε ένας
άρρωστος, ψυχικά πάσχων. Σ’ αυτή την ανακοίνωση
τίθεται το ζήτημα και αποδομείται ο μύθος της «επικινδυνότητας» των αρρώστων. Ένα
ζήτημα που υπήρξε ανέκαθεν και
εξακολουθεί να είναι μια βαθειά ριζωμένη προκατάληψη και αιτία δεινών και
μαρτυρίων χιλιάδων άκακων και ειρηνικών ανθρώπων. Και που δυστυχώς, παρά τις φωνές αντίστασης που αποδεικνύονται όμως άκαρπες, εξακολουθεί να κατέχει δεσπόζουσα
θέση και στην ψυχιατρική νομοθεσία αλλά κυρίως στην καθημερινή πρακτική.
Στο δεύτερο τεύχος των «
Τετραδίων» ( Αύγουστος 1984) δημοσιεύεται άρθρο του Χάρη Βαρουχάκη με τίτλο: ΤΟ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ 104/73 : ΕΝΑΣ ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΧΟΥΝΤΑΣ ΑΚΛΟΝΗΤΟΣ ΚΑΙ ΕΝ ΚΑΙΡΩ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ.
Στο άρθρο αυτό (αφιερωμένο
σ’ αυτούς – αρρώστους, γιατρούς και άλλους –που ένιωσαν στο πετσί τους
την απανθρωπιά του Νόμου για τους ψυχικά πάσχοντες και αγωνίζονται για την
κατάργησή του) καταγράφεται η μέχρι τότε ιστορία των αγώνων στο «Δαφνί» για την αλλαγή
του θεσμικού πλαισίου που αναφέρεται στους ψυχικά πάσχοντες , ως απόλυτα
αναγκαίας και πρωταρχικής σημασίας προϋπόθεσης για την προς την ορθή κατεύθυνση εξέλιξη της Ψυχιατρικής Μεταρρύθμισης.
Κάποια κομβικά σημεία αυτής της ιστορίας
αξίζει να επισημανθούν πάλι:
Ήδη
από το 1971 το « Δαφνί» έθεσε θέμα
παράνομης κατακράτησης επειδή ο Νόμος ΨΜΒ που ίσχυε τότε καταργήθηκε με το έτσι θέλω και με απλό έγγραφό
του από τον Υφυπουργό Υγιεινής του
καθεστώτος Π Λαμπράκο. Η περισσότερο
βέβαια αρμόδια δικαστική εξουσία
παρέμεινε απαθής και αδιάφορος.
Λίγο χρόνο
μετά η Χούντα θεσμοθέτησε τη νοοτροπία της και την πρακτική της με την έκδοση του Ν.Δ 104
/73 και της κατ’ εξουσιοδότησή του έκδοση , το Νοέμβρη του 1973, της υπουργικής
απόφασης που ρύθμιζε τις εισαγωγές των αρρώστων.
Από τον
Μάιο του 1974 ,στο «Δαφνί» και
μόνο, εξ όσων τουλάχιστον γνωρίζω, στο
«Δαφνί» , ξεκίνησαν οι πρώτες αντιδράσεις και οι σχετικές συζητήσεις στο
Επιστημονικό Συμβούλιο που κατέληξαν , τον Οκτώβριο του 1976 σε γραπτό υπόμνημα
, με το οποίο για πρώτη φορά τίθεται ζήτημα αναθεώρησης του Ν.Δ. 104 .
Τον Οκτώβριο του 1978 σε Συνέδριο στη
Θεσσαλονίκη ο Χάρης Βαρουχάκης αναλύει
μία προς μία τις απαράδεκτες διατάξεις της χουντικής νομοθεσίας που καταλήγουν στην πλήρη υποταγή του ψυχικά πάσχοντα στις βουλές των άλλων και στην γιγάντωση πέραν από κάθε όριο του πληθυσμού των
ψυχιατρείων .
Η
εκεί παρουσίαση τριών εργασιών μου: «Οι νομικοί κανόνες για την ακούσια νοσηλεία των ψυχικά πασχόντων»,
«Ποινικός Νόμος και ψυχικά πάσχοντες» και « Τα αστικά και πολιτικά δικαιώματα
των ψυχικά πασχόντων» βρήκαν νομίζω
ευμενή ανταπόκριση σε έγκριτους νομικούς της Θεσσαλονίκης ( Παρασκευόπουλος,
, Μανιτάκης ,Αλεξιάδης , Κοσμάτος
Φυτράκης κ.α.) που ασχολήθηκαν συστηματικά και συνεχίζουν να υπερασπίζονται τα
δικαιώματα των ψυχικά πασχόντων.
Από τότε νομίζω ξεκίνησε και η επικοινωνία και η συνεργασία ψυχιάτρων και
νομικών για την αντιμετώπιση των
σχετικών προβλημάτων.
Σε συνεδρίαση της Ελληνική Ψυχιατρικής Εταιρείας ο Χάρης Βαρουχάκης επανέρχεται. Αλλά ούτε έτσι , ούτε ένα δημοσίευμά του στη « Βραδυνή» μεταβάλλει την εξέλιξη των
πραγμάτων, η δε ασυδοσία στις διαδικασίες εισαγωγής ξεφεύγει
από κάθε όριο, αφού κανείς άλλος εκτός από τους λίγους στο «Δαφνί» δεν φαίνεται
να νοιάζεται.
Το Απρίλιο του 1980 η Επιστημονική Ενωση στο « Δαφνί», με
Διοικητικό Συμβούλιο τους Χάρη Βαρουχάκη , Μ.Ηπιώτου, Δημήτρη Αναστασόπουλο,
Κατερίνα Μάτσα , Μένη Μαλιώρη , Α Ασημακόπουλο και Νεφέλη Κατσάνου, αρχίζει μια νέα προσπάθεια με
την υποβολή στο Διοικητικό Συμβούλιο του Νοσοκομείου (Πρόεδρος
Επαμεινώντας Σπηλιωτόπουλος , Αντιπρόεδρος Παναγιώτης Σακελλαρόπουλος) σχετικού
Υπομνήματος.
Το Διοικητικό Συμβούλιο ύστερα από πολύμηνες συνεδριάσεις
του με τη συμμετοχή μου εκδίδει τον
Σεπτέμβρη του 1981 την απόφασή του με
την οποία αποδέχεται αυτούσιο το υπόμνημα
της Ένωσης.
Στο λεπτομερές και πλήρως τεκμηριωμένο αυτό
κείμενο περιλαμβάνονται όλες σχεδόν οι θέσεις,
αντιλήψεις και πρακτικές που πρέπει να
χαρακτηρίζουν τις διαδικασίες και προσδιορίζονται τα ηθικά , ιατρικά και νομικά
πλαίσια μιας οποιασδήποτε οριστικής νομοθετικής
ρύθμισης στο μέλλον.
Η
απόφαση όμως αυτή ουδέποτε υλοποιήθηκε .
Το νέο Διοικητικό Συμβούλιο ( Πρόεδρος Κώστας Ντέρος) του Νοσοκομείου,
γραφειοκράτες αλλά και γιατροί πέτυχαν
την κατάργησή της απόφασης του
προηγούμενου και επανήλθαμε δριμύτεροι
στο παλαιό καθεστώς της πλήρους ασυδοσίας.
Κάποιες ακόμη
προσπάθειες αντίστασης της Επιστημονικής
Ενωσης σ’ αυτή
την κατρακύλα απέτυχαν πλήρως.
Ούτε η
διοργάνωση (μέσω της αξέχαστης ΄Εφης Σκλήρη) , σε συνεργασία με το Καθηγητή
Αντώνη Μανιτάκη και με συμμετοχή
νομικών ( , Αλεξιάδης , Παρασκευόπουλος και άλλοι) , μιας ανοικτής συζήτησης με
θέμα τα συνταγματικά δικαιώματα των ψυχικά πασχόντων που έγινε στη Θεσσαλονίκη τον Γενάρη του 1984, είχε καλλίτερη τύχη.
Παρόλο όλο που και αυτή η
προσπάθεια πήρε ευρεία δημοσιότητα ,
ουδόλως συγκίνησε τους κρατούντες. Προκάλεσε όμως την πειθαρχική μου δίωξη από
το τότε Δ.Σ του «Δαφνιού» ( Κ.Ντέρος
κ.α.) κατά τις ιερές και απαραβίαστες
ελληνικές συνήθειες κατά «των μη συμμορφουμένων με τας υποδείξεις».
Στο
δεύτερο τεύχος των «Τετραδίων» δημοσιεύεται ακόμη για πρώτη φορά σε ιατρικό περιοδικό αλλά
νομίζω και σε νομικό ένα πολύ σημαντικό
κείμενο. Είναι το με τίτλο « Νομική προστασία προσώπων που πάσχουν από ψυχική
διαταραχή και εισάγονται ως ακούσιοι ασθενείς» που αποτελεί πρόταση που έγινε
αποδεκτή στις 22 Φεβρουαρίου 1983 από
την Επιτροπή των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης , η οποία και «…συνιστά στις Κυβερνήσεις…να
προσαρμόσουν τους Νόμους του στους κανόνες που επισυνάπτονται στην πρόταση
αυτή». Η Πρόταση αυτή παρατίθεται στο περιοδικό σε μετάφραση της Κατερίνας
Μάτσα και με εκτεταμένα σχόλια και
συγκρίσεις με την ελληνική νομοθεσία του
Χάρη Βαρουχάκη.
Το
κείμενο αυτό αποτελεί βασικό σημείο αναφοράς για τις έκτοτε παρουσιαζόμενες απόψεις και τις προτεινόμενες ρυθμίσεις.
Έτσι κυλούσαν
τα πράγματα που αντιστάσεως μη ούσης
συνεχώς χειροτέρευαν.
Με άρθρο μου
στη «Βραδυνή της Κυριακής» της 19ης Ιουνίου 1988 επιχειρώ μια ακόμη προσπάθεια. Αναλύω εκεί λεπτομερώς τις
φασιστικές διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας και τονίζω την ανάγκη η ακούσια
νοσηλεία να περιβάλλεται με επαρκείς
δικαστικές και ιατρικές εγγυήσεις.
Τον Ιούνιο του
1989 με πρωτοβουλία του Ψυχιατρικού
Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης ( Πρόεδρος : Αριστείδης Μπουσουλέγκας ) οργανώνεται η «Πανελλήνια
Συνδιάσκεψη για τον εκσυγχρονισμό της
Ελληνικής Νομοθεσίας σε θέματα που αφορούν τους ψυχασθενείς». ( Για άλλη μια
φορά η Θεσσαλονίκη προηγείται των Αθηνών σε θέματα ηθικής και πολιτισμικής
εξέλιξης)
Νομικοί της
Θεσσαλονίκης ( Ν. Παρασκευόπουλος,
,Ε.Κώη, Δ. Παπαστερίου, Δ. Παπαγεωργίου, Σ. Ορφανουδάκης) συμμετέχουν στις
εργασίες της συνδιάσκεψης και επιβεβαιώνουν για άλλη μια φορά τις θέσεις της Επιστημονικής Ένωσης του
«Δαφνιού» και επί των νομικής φύσης ζητημάτων.
Ακολούθησε μια τελευταία προσπάθεια σε
απάντηση σχετικής έγγραφης πρόσκλησης του Υπουργείου Υγείας στις 29 Ιανουαρίου 1990, που απευθυνόταν στην Ελληνική Ψυχιατρική Εταιρεία ( Υπόψη κ.
Προέδρου που ήταν ο Γ. Χριστοδούλου), στο Αιγινήτειο ( Υπόψη του Καθ. Κ.Στεφανή
) και στο «Δαφνί» ( Υπόψη Χ.Βαρουχάκη.).
Στην απάντησή μου επαναλάμβανα την πάγια θέση μου
ότι «…απαιτείται η εκ βάθρων τροποποίηση της υπάρχουσας νομοθεσίας και κυρίως βέβαια του Ν.Δ 104/73 και της Υπουργικής απόφασης Γ2β/3036/73 όπως
τροποποιήθηκε με την Υπουργική απόφαση Α2β/5345/78.. » . Επίσης διατύπωνα για μια ακόμη φορά τις απόψεις και
τις προτάσεις μου ( με κάποιες επί μέρους συμπληρώσεις), όπως τις είχα καταγράψει τα προηγούμενα πολλά χρόνια με ούκ έστιν αριθμός υπομνήματα και αναφορές στις
Αρχές , με δημοσιεύματα στα «Τετράδια» και στον Τύπο και με ανακοινώσεις
και συζητήσεις και παρουσιάσεις σε συνέδρια και άλλες συναθροίσεις.
Και φθάσαμε επί τέλους, δέκα
οκτώ χρόνια μετά από τη
πτώση της δικτατορίας , στο Νόμο 2071/92
, αφού όμως εν τω μεταξύ είχαν παγιωθεί οι καταστάσεις και πρακτικές που είχε επιβάλλει το Ν.Δ . 104/73.
Οι περιπέτειες αυτού του Νόμου άρχισαν αμέσως μετά την ψήφισή του και συνεχίζονται ακόμη
συμπληρώνοντας δέκα εννέα χρόνια ,παρά
τις προσπάθειες κάποιων λίγων ψυχιάτρων και
- αρκετά περισσότερων- νομικών (
κυρίως με τη Θεσσαλονίκη συνδεόμενων ( Μανιτάκης , Αλεξιάδης ,Παρασκευόπουλος Κοσμάτος , Φυτράκης, Ζαχαρής κ.α) να κάμψουν την αδράνεια ,την απροθυμία ή και
την ενεργό αντίδραση στην εφαρμογή του.
2. Τα ακολουθήσαντα την ψήφιση του Νόμου 2071/92
Τα περί εκούσιας ή ακούσιας νοσηλείας άρθρα του Νόμου
αυτού βασίστηκαν στην πρόταση μιας
Επιτροπής που την αποτελούσαν οι: Ν.Παπαντωνίου , Ομότιμος Καθηγητής του Παν .
Αθηνών που συντόνισε και τις εργασίες της, Ν. Παρασκευόπουλος , Καθ. του Παν.
Θεσσαλονίκης, Β. Κολοβός , Νομικός σύμβουλος του Υπ. Υγείας, Β. Αλεβίζος, ψυχίατρος , Επ. Καθ. του Παν. Αθηνών
, Χ.Βαρουχάκης και Μαρία Μητροσύλη,
Δικηγόρος.
Η Επιτροπή αυτή υπέβαλλε το πόρισμά
της το Νοέμβριο του 2090. ύστερα από 22
Συνεδριάσεις της σε ολομέλεια. Πέρασε περισσότερο από ένας χρόνος ακόμη για
να ψηφιστεί επί τέλους , τον Ιούλιο του
1992, ο Νόμος 2071/92.
Ακόμη και πριν από τη δημοσίευσή του
φάνηκε ότι ο Νόμος δεν θα τύχαινε καλής υποδοχής ούτε από τον ψυχιατρικό ούτε
από το νομικό κόσμο. Στο Συνέδριο π.χ.
που έγινε στο Βόλο τον Απρίλιο του 1991 μέλη της ανωτέρω Επιτροπής (Παρασκευόπουλος, Μητροσύλη, Αλεβίζος ,Βαρουχάκης)
που οργάνωσαν μια Στρογγύλη Τράπεζα για να παρουσιάσουν τις
διατάξεις που είχαν προτείνει και να ακούσουν τις επ’ αυτών παρατηρήσεις, αντιθέσεις ή άλλες
προτάσεις, βρέθηκαν σχεδόν προ κενής αίθουσας.
Εισαγγελείς , Δικαστές και ψυχίατροι αντιστέκονται
σθεναρά. Αναφορές , υπομνήματα , ακόμη και δημόσιες καταγγελίες μου αποδεικνύονται
άκαρπες. Ούτε η πρόταση μου να εκδοθεί μια ερμηνευτική εγκύκλιος , λεπτομερές σχέδιο της οποίας είχα
υποβάλει πέτυχε κάτι.
Τον Νοέμβρη του 1993 η Ελλάδα δέχεται
και την επίσκεψη την Ευρωπαϊκής
Επιτροπής για την πρόληψη των
Βασανιστηρίων και της Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας .(CPT).
O Νόμος
2071 του 1992 είναι το μόνο σχεδόν θετικό σημείο τής κατά τα άλλα συντριπτικής
για το επίπεδο της παρεχόμενης ψυχιατρικής περίθαλψης στη χώρα μας , Έκθεσής της.
( Επί πολλά χρόνια ή Ελληνική Κυβέρνηση αρνιόταν τη δημοσίευση της Εκθεσης προφανώς
εξ αυτού του λόγου).
Η
Επιτροπή εξ άλλου προβαίνει σε λεπτομερή
περιγραφή του Νόμου διαπιστώνει την μη
εφαρμογή του και προβαίνει σε αυστηρές συστάσεις( Παρακάτω θα αναφερθώ στον
τρόπο που η Κυβέρνηση ανταποκρίθηκε στις συστάσεις της.)
Τον
Ιούλιο του 1993 απευθύνομαι στον προϊστάμενο της εισαγγελίας πρωτοδικών Αθηνών
και κοινοποιώ την αναφορά μου στο Υπουργείο Δικαιοσύνης , το Υπουργείο Υγείας ,
τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, το Δ.Σ
του Νοσοκομείου και την Επιστημονική Επιτροπή του και του γνωρίζω τις
συνηθέστερες , δέκα τον αριθμό, παραβιάσεις
των επιταγών του Νόμου. Απάντηση δεν παίρνω αλλά ψυχίατροι , υπουργείο
Υγείας και εισαγγελείς αντιδρούν
έμπρακτα.,
.
Ο Πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής Ψ.Ν.Α. Κ.
Κόντης απευθύνει « Προς όλους τους ψυχιάτρους, το Εφημερείο του Ψ.Ν.Α., τα
εξωτερικά ιατρεία» : το έγγραφο με αριθμό 353/ 27-8-1993 που ορίζει επί λέξει:
« Από την Ε.Ε. για το θέμα του Ν. 2071
/92 που αναφέρεται επάνω στη Ψ.Υ.
και στη διαδικασία εισαγωγής των ψυχικά ασθενών έγινε τηλεφωνική επικοινωνία του Αντιπροέδρου του Ψ.Ν.Α κ. Νικ.Βαρδοκώστα
με τον κ. Θ.Σαπουνά διευθυντή Ψυχ. Υγείας του ΥΥΠΚΑ .
Κατά την
επικοινωνία ο κ. Σαπουνάς είπε στον Αντιπρόεδρο , ότι γίνεται επεξεργασία του
Νέου Νόμου και σύντομα θα βγει
ερμηνευτική και μέχρι τότε οι διαδικασίες θα είναι σύμφωνες με τον παλαιό Νόμο.
Η ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΔΗΜ.ΜΗΤΣΑΚΑ
ΚΩΝ/ΝΟΣ ΚΟΝΤΗΣ
Την
αντίδραση των ψυχιάτρων συμπληρώνει ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών Αναστάσιος Κανελλόπουλος που απαντά στην
αναφορά μου με το με αριθμό 40905/1.11.93 και αποφαίνεται: «Σε απάντηση της από
17/7/93 αναφοράς σας προς την υπηρεσίαν μας, σας γνωρίζουμε ότι η εφαρμογή των
άρθρων 93 επ. του νόμου 2071/92 που αφορά τιη διαδικασία της νοσηλείας των
ψυχικώς ασθενών είναι αδύνατη.
Εξακολουθούν
δε να ισχύουν οι διατάξεις του Ν.Δ. 104/73 και της υπ’ αριθμ.Α2β οικ.
5345/10.11.1978 αποφάσεως Υπουργείου
Κοιν.Υπηρεσιών καθόσον αυτές δεν καταργήθηκαν από τον προαναφερθέντα νόμο, ούτε
ρητά ,ούτε σιωπηρά.
Προσεχώς δε
πρόκειται να ζητήσουμε από το αρμόδιο Υπουργείο την κατάργηση των άρθρων 93
επ.Ν.2071/92 . (Αυτό το έγγραφο ,στα χρόνια που πέρασαν, έτυχε δυσμενούς αλλά στην πράξη ανεπιτυχούς κριτικής από
πολλούς νομικούς.)
Έτσι
τελικά ένας Ψυχίατρος ,ένας διοικητικός υπάλληλος και ένας εισαγγελέας
κατάργησαν στην ωραία μας χώρα το Νόμο
που ψήφισε η βουλή.
Τον
Ιανουάριο του 1994 με το με αριθμό 473/
11.1.1994 έγγραφο μου ,χωρίς πολλές ελπίδες και μόνο έτσι για την τιμή των
όπλων αναφέρθηκα για άλλη μια φορά στη Δικαιοσύνη. Η αναφορά μου φαίνεται ότι έπαιξε κάποιο θετικό ρόλο στην
εξέλιξη των πραγμάτων. ( Κατά πάσα πιθανότητα με τη συνδρομή του καθ. Ν.Παρασκευόπουλου που αν θυμάμαι καλά
ήταν τότε σύμβουλος του Υπουργού Κουβελάκη)
Στην αναφορά
μου αυτή εξιστορούσα τα όσα απαράδεκτα
από εισαγγελείς, δικαστικούς και ψυχιάτρους συνέβαιναν σε βάρος των ψυχικά
πασχόντων και κατέληγα: «Γι’ αυτό Κύριε Υπουργέ, σας παρακαλώ θερμά και μ’ όλο
το σεβασμό μου, να μου απαντήσετε: Ισχύουν τα άρθρα 94-101 του Νόμου
2071/92 ή συμφωνείτε με το με αριθμό
40905/1.11.93 έγγραφο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών;».
Εν συνεχεία :
Τον Φεβρουάριο του 1994 στέλνω στο Δ.Σ
του Ψ.Ν.Α έγγραφο με το οποίο αφού επανέρχομαι στην άρνηση τόσο των ψυχιάτρων όσον
και των εισαγγελέων να τηρήσουν τη νόμιμη διαδικασία για την εισαγωγή των
αρρώστων , τονίζω συν τοις άλλοις « …ότι
η κατάσταση…θα καταστεί σύντομα ανεξέλεγκτη … αφού οι πάντες –συγγενείς ,
αστυνομικοί , δικαστικοί, ψυχίατροι ,πράττουν ως να μην υπάρχει αδιαχώρητο σ’
αυτό το νοσοκομείο και ως αυτό να είναι το μόνο κατάλληλο να δεχτεί οποιοδήποτε
άρρωστο που οι άλλοι δεν μπορούν ή δεν
επιθυμούν να περιθάλψουν ή να νοσηλεύσουν .»
Εν
τω μεταξύ δημοσιεύεται στα «Τετράδια» άρθρο του Κώστα Κοσμάτου που επισημαίνει και
αντικρούει με στέρεα επιχειρήματα την άρνηση τόσο των ψυχιάτρων όσο και των
εισαγγελέων να εφαρμόσουν το νόμο και προτείνει ορισμένες διορθωτικές και
συμπληρωματικές παρεμβάσεις.
Τον Νοέμβρη του 1994 επιχειρώ και πάλι
να κινητοποιήσω τις Αρχές με έγγραφό μου
προς το Δ.Σ. του Νοσοκομείου που κοινοποιώ
στους Υπουργούς Υγείας και Δικαιοσύνης
και τους εισαγγελείς Αθήνας και Πειραιά. Και τονίζω ότι « …καθεστώς
πλήρους ασυδοσίας έχει πλέον εδραιωθεί στις εισαγωγές των αρρώστων …και συνεχώς αυξάνεται ο αριθμός εκείνων που
θα παραμείνουν εδώ δια βίου ,όχι επειδή η ψυχική τους νόσος το επιβάλλει, αλλά
επειδή δεν τους παρέχεται η κοινωνική προστασία και μέριμνα , που
χρειάζονται…και θεωρώ χρέος μου να σας ενημερώσω …ότι ενώπιον μια Πολιτείας της
οποίας όλα τα αρμόδια όργανα γνωρίζουν το πρόβλημα από επανειλημμένες σχετικές αναφορές μου ,
αλλά αδρανούν ,δεν σκοπεύω να παραμείνω απαθής … αφού η δημιουργηθείσα κατάσταση με παρεμποδίζει να
ασκώ το επάγγελμά μου κατά συνείδηση…και αφού εγκυμονεί μείζονες κινδύνους για
τη ζωή και την υγεία ανυπεράσπιστων
ανθρώπων που μας εμπιστεύτηκαν…σκοπεύω να δώσω τη μεγαλύτερη δυνατή
δημοσιότητα και να καταφύγω σε διεθνείς
οργανισμούς ….»
Στην « Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία » της 9ης Απριλίου του 1995 η Γ. Δάμα
αναδεικνύει με τη βοήθειά μου το θέμα σε όλες τις βασικές του
διαστάσεις.
Λίγες μέρες μετά κάποια θετικά σημάδια άρχισαν επί τέλους να εμφανίζονται:
Ο Αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ηλίας Σπυρόπουλος ζητάει από το Ψ.Ν.Α ( Έγγραφό του με αριθμό
1060/28-4-1995) «…κυρωμένο αντίγραφο της
Εκθέσεως του Διευθυντή κλινικής κ. Χ. Βαρουχάκη προς το Υπουργείο Υγείας
Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή και Υπουργείο Δικαιοσύνης που αφορούν τον αναγκαστικό εγκλεισμό
ψυχοπαθών από τις δικαστικές αρχές».
Ακολούθησε
σχετική αλληλογραφία και τελικά το Ψ.Ν.Α
στέλνει ( Έγγραφό του με αριθμό 17607 /11-8-1995) «…πλήρη φάκελο σχετικών αναφορών του Δ/ντή
Ψυχιάτρου κ. Βαρουχάκη Χαρ…»
Φτάσαμε έτσι τελικά ύστερα από τέσσερα χρόνια στην έκδοση της εγκυκλίου του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ( Αντιεισαγγελέας Ηλίας
Σπυρόπουλος) την 13/02/1966 , που υπήρξε καίριος επίσημος ερμηνευτικός σταθμός και το πρώτο θετικό σημείο στην όλη εξέλιξη
των πραγμάτων.
Όμως η θετική αυτή εξέλιξη αφορούσε κυρίως την ερμηνευτική
κατοχύρωση των σχετικών με την ακούσια
νοσηλεία διατάξεων του νόμου και όχι την
πρακτική εφαρμογή τους.
Η
ψυχιατρική κοινότητα στη συντριπτική πλειοψηφία της αδιαφορούσε ή ενεργητικά
αντιδρούσε ( με τους πολύ λίγους που επέμεναν στην εφαρμογή του νόμου να
απελπίζονται και να παραιτούνται κάθε
προσπάθειας και να γίνονται συνεχώς λιγότεροι).
Εξ
άλλου και η μεγάλη πλειοψηφία των
εισαγγελικών λειτουργών (κυρίως στην Αθήνα) συνέχιζε την πρακτική τής άρνησης εφαρμογής του νόμου ή της
υπονόμευσής του με σαθρά επιχειρήματα.
Αξίζει λοιπόν να καταγραφεί πως
αντιμετωπίστηκε από την ψυχιατρική
κοινότητα αυτή η απόπειρα της
Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου να εφαρμοστεί ο Νόμος :
Τον Μάρτιο του 1996 δέκα Διευθυντές Ψυχίατροι του Ψυχιατρικού
Νοσοκομείου Αττικής , οι Α. Μιχαλακέας, Ζ. Κοροβίλη, Β.Μαγγανά,
, Ι.Λεοντόπουλος,
Σ.Καπετανάκης, Σ. Τσιτουρίδης,
Ν.Ζαχαριάδης, Κ. Κόντης, Π. Βαρδής και Π.
Βαχτσεβάνος απευθύνθηκαν στο Διοικητικό του Συμβούλιο με έγγραφο ,που ζητούσαν
να κοινοποιηθεί και στο Υπουργείο Υγείας , στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών,
στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και στην Εισαγγελία
του Αρείου Πάγου.
Και ανέφεραν ότι ο Νόμος 2071/92 «…δεν εφαρμόστηκε ποτέ για
πολλούς λόγους μεταξύ των οποίων και η άρνηση της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών,
η οποία με έγγραφό της έκρινε ότι η
εφαρμογή του είναι αδύνατη. Ζήτησε μάλιστα από το αρμόδιο Υπουργείο την
κατάργηση των διατάξεων του Νόμου αυτού…Η Επιστημονική Επιτροπή και οι
Διευθυντές του Νοσοκομείου μας πλην ενός, εθεώρησαν το νόμο πρακτικώς δυσεφάρμοστο,
πολλές από τις διατάξεις του οποίου προσκρούουν στην σκληρή για τη χώρα μας
πραγματικότητα και σε μια άνευ προηγουμένου δικαστηριακή τυπολατρεία , η
οποία ούτε κατ’ ελάχιστον δεν
κατοχυρώνει ουσιαστικά τα δικαιώματα των
ασθενών… Κατόπιν αυτών οι υπογράφοντες…από σήμερα θα περιοριστούμε αυστηρώς στα
ιατρικά και μόνο καθήκοντά μας … και δεν είμαστε υποχρεωμένοι να
υποκαταστήσουμε τη Διοίκηση του Νοσοκομείου που φέρει την ευθύνη της περαιτέρω
εισαγωγής ή μη των ασθενών. Κάθε παρατυπία
ή εσφαλμένη ερμηνεία του Νόμου…βαρύνει τη Διοίκηση που οφείλει να
τοποθετήσει διοικητικό υπάλληλο με γνώσεις νομικής επί 24ώρου βάσεως στο
εφημερείο. Επί πλέον όσον αφορά το άρθρο 99
περί περιοδικής πιστοποίησης (
ανά τρίμηνο, εξάμηνο κ.τ.λ. της ανάγκης ή μη παράτασης νοσηλείας απαιτείται γραμματειακή υποστήριξη και νομική
υπηρεσία…»
΄Οταν πληροφορήθηκα το έγγραφο αυτό ,
έστειλα στους δέκα συναδέλφους μου (
στον καθένα χωριστά) την απάντησή μου με
το με αριθμό 6478/28-3-1996 έγγραφό μου
« Αγαπητοί συνάδελφοι ο «πλην ενός» σας χρωστά ένα σχόλιο στο έγγραφό σας της 23-3-96 που με αξιομνημόνευτη σύμπνοια και
απομονώσαντες εκείνον συνυπογράψατε…Το έγγραφο που συνυπογράψατε θα αποτελέσει
μαύρη σελίδα στην ιστορία αυτού του Νοσοκομείου. Και θα
δώσει μιαν ακόμη ευκαιρία στιγματισμού του , αμαύρωσης της προσφοράς του
στους ψυχικά πάσχοντες και παραγνώρισης
των αγώνων του για τη βελτίωση της
μοίρας τους… μέμφεστε και με έωλα
επιχειρήματα αρνείστε να εφαρμόσετε ένα νόμο, επειδή τον παρερμηνεύετε ή τον
αγνοείτε …το μόνο που μας ζητιέται είναι να πράττουμε τα ελάχιστα και στοιχειώδη , που ως γιατροί
οφείλουμε στους αρρώστους μας. Και να διαχειριζόμαστε με φρόνηση , προσοχή και
επιμέλεια την εξουσία που έχουμε να στερούμε από τους ανθρώπους την ελευθερία
τους και να επεμβαίνουμε χωρίς τη θέλησή τους στη φυσική και ηθική τους ύπαρξη.
Γνωρίζω εξ άλλου ότι στην αποσαθρωμένη
χώρα όπου ζούμε και όπου η καταβολή
μόχθου επαφίεται στους ηλίθιους , υπάρχει μέγιστος κίνδυνος η δική σας
άποψη να επικρατήσει και πάλι…» . Εν συνεχεία
αφού τους αντιγράφω τα όσα πολύ
θετικά σχόλια για το Νόμο 2071/92 είχε
περιλάβει στην Έκθεσή της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την πρόληψη των
Βασανιστηρίων (C.P.T -ΕΠΒ)
,σημειώνω: « …Σας καλώ να αναλογισθείτε τι πράξατε στα πλαίσια των
αρμοδιοτήτων και των ευθυνών σας, για να μη γίνουμε διεθνώς ρεζίλι όταν η
Επιτροπή θα ξανάρθει.( Όπως θα σημειώσω πιο κάτω η Επιτροπή ξανάρθε και η
πρόβλεψή μου δυστυχώς επαληθεύτηκε)
Αξίζει επίσης
να καταγραφεί και η αντίδραση των εισαγγελικών λειτουργών της Αθήνας. ( Στη
Θεσσαλονίκη με τη συνδρομή κάποιων εισαγγελικών λειτουργών αλλά και νομικών της
ακαδημαϊκής κοινότητας τα πράγματα
εξελίχθηκαν πολύ καλλίτερα).
΄Ετσι με έγγραφό της ( 16169/29/2/1996) η Εισαγγελία
Πρωτοδικών Αθηνών απευθυνόμενη στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου τον πληροφορεί επισήμως ότι την
παρέμβαση του δικαστηρίου στην όλη
διαδικασία του αναγκαστικού εγκλεισμού
«… δεν την εφαρμόζουμε για τους ασθενείς που υπάρχει συμφωνία των
ψυχιάτρων για την αναγκαστική νοσηλεία
αφού δεν ορίζεται από την παρ.4 εδάφ.α του Ν.2071/92 αφ’ ενός και αφ’
ετέρου η τυχόν μεταφορά του ασθενούς εντός τριημέρου ενώπιον του Δικαστηρίου
είναι αδύνατη λόγω του κινδύνου για τη ζωή του ή την υγεία του αφού οι
περισσότεροι ασθενείς κατά το πρώτο στάδιο
θεραπείας είναι καθηλωμένοι ψυχιατρικά
ή δεμένοι και υποβάλλονται σε ιατρική αγωγή.»
Χαρακτηριστικές
επίσης είναι οι απόψεις εισαγγελικών λειτουργών της Αθήνας όπως διατυπώθηκαν σε σύσκεψη που
πραγματοποιήθηκε στις 13-6-1996 υπό την προεδρία του αντιεισαγγελέα του Αρείου
Πάγου Η.Σπυρόπουλου στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής. Αντιγράφω από τα
πρακτικά « … Αθανασόπουλος Νικόλαος( Εισαγγελέας πρωτοδικών): Επειδή δημιουργούνται
ερμηνευτικά προβλήματα αλλά και πρακτικά τοιαύτα από τη διατύπωση του άρθρου 96
του ν.2071/92 σκόπιμο θα ήταν , με αναδιατύπωση της διατάξεως αυτής , να
καθίσταται σαφές ότι εάν δεν συμφωνούν αμφότεροι οι ιατροί τότε και μόνον τότε
εισάγεται στο Πρωτοδικείο η αίτηση του Εισαγγελέα εάν και εφόσον τρίτος ψυχίατρος
γνωματεύει αρνητικώς για την εισαγωγή .». Την ίδια εξ άλλου άποψη επαναλαμβάνει και με τα ίδια λόγια και ο Εισαγγελέας Εφετών Λάμπρος Καράμπελας.
Με έγγραφό μου
στο Δ.Σ. του Ψ.Ν.Α.( Αριθμός: 6853/2-4-1996)
προσπαθώ να πείσω για την υποχρέωσή μας να εφαρμόζουμε τον νόμο πολύ
περισσότερο μάλιστα όταν αυτός προασπίζεται τα δικαιώματα των αρρώστων
μας. Και μεταξύ των άλλων σχολιάζοντας
τις απόψεις των «πλήν ενός» διευθυντών ψυχιάτρων αλλά και του εισαγγελέα
πρωτοδικών της Αθήνας επισημαίνω: «…Μετά το έγγραφο του εισαγγελέα του Αρείου
Πάγου ( Η.Σπυρόπουλου) η μη εφαρμογή του Νόμου 2071/92 θα μπορούσε να
θεωρηθεί….ως παράβαση καθήκοντος. Η επίκληση του εγγράφου της εισαγγελίας
πρωτοδικών Αθηνών στο οποία αναφέρονται οι κ. Διευθυντές και το οποίο θα δικαιολογούσε ενδεχομένως
νομική πλάνη δεν είναι πλέον δυνατή. …Την πρώτη
και κύρια ευθύνη για την είσοδο, τη διάρκεια παραμονής και την έξοδο των αρρώστων έχουμε οι
διευθυντές γιατροί. Και συνιστά προφανή στρέβλωση της ομαλής λειτουργίας του
νοσοκομείου μας κάθε απόπειρα μετάδοσης
αυτής της ευθύνης στη Διοίκηση…. Οι διευθυντές
γιατροί δεν πρέπει …να λησμονούμε
ότι τα καθήκοντά μας δεν είναι μόνο ιατρικά ώστε να μας επιτρέπεται «να περιοριστούμε αυστηρώς μόνα σ’ αυτά» και ότι ο τίτλος και η θέση του διευθυντή
συνεπάγεται και μερικές άλλες διευθυντικού
τύπου υποχρεώσεις , στις οποίες οφείλουμε να
ανταποκρινόμαστε όταν μάλιστα τα προβλήματα είναι ή εμφανίζονται δύσκολα.
Μου προκαλεί απογοήτευση το γεγονός ότι
συνάδελφοί μου και μάλιστα διευθυντές
θεωρούν ότι « διοικητικός
υπάλληλος με γνώσεις νομικής» θα
μπορούσε να ερμηνεύσει καλλίτερα από
κείνους νόμο που αφορά ιατρικά
ζητήματα.. Ο νόμος δεν είναι τέλειος … γενικά εν τούτοις είναι σαφής και οι
διαδικασίες που προβλέπει εφικτές και όχι πολύπλοκες. Αρκεί όσοι εμπλέκονται να
μελετήσουν το γράμμα του και να εννοήσουν το πνεύμα του….Η ερμηνεία που δίδεται
από την εισαγγελία πρωτοδικών στο άρθρο 96, παρ 4 εδ.β οφείλεται προφανώς στην
εκ τυπογραφικού λάθους κακή διατύπωση του εδαφίου. Ως μέλος της νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής γνωρίζω καλά ότι
στο αρχικό κείμενο η διατύπωση είναι η εύλογη
«χωρίς να διατάξει » και όχι « μπορεί να διατάξει», η οποία εξ άλλου καθιστά το κείμενο
ασύντακτο…. Ο Νόμος σαφώς επιτάσσει την
παραπομπή όλων των περιπτώσεων ακούσιας
νοσηλείας στο πολυμελές Πρωτοδικείο. Κάθε
άλλη ερμηνεία οδηγεί σε πλήρη
εξουδετέρωση οποιασδήποτε δικαστικής εγγύησης για τον ασθενή και θα μπορούσε να οδηγήσει σε τραγελεφικές
ερμηνευτικές συνέπειες….Η μεταφορά εν τούτοις
του ασθενούς δεν είναι
υποχρεωτική. Ο ασθενής δεν υποχρεούται , αλλά μόνο δικαιούται να παραστεί στο δικαστήριο, εάν το ζητήσει και μάλιστα με
δικηγόρο και ψυχίατρο της εκλογής του ως τεχνικό του σύμβουλο… Η μεταφορά του
ασθενούς στην περίπτωση που θα το ζητήσει δεν είναι υποχρεωτικό να γίνει εντός
τριημέρου.( Η Συνεδρίαση του Πρωτοδικείου γίνεται εντός δεκαημέρου ). Κίνδυνοι για τη ζωή του ή την υγεία του
σπανιότατα υπάρχουν και σπανιότατα μόνο οι ασθενείς είναι καθηλωμένοι…Και
γι’ αυτές τις περιπτώσεις ο επιστημονικός διευθυντής μπορεί να ζητήσει με αιτιολογημένη γνώμη του
την αναβολή εκδίκασης της υπόθεσης ή το
Πολυμελές Πρωτοδικείο να αποφασίσει
μετά από επιτόπια εξέτασή της.. Είμαι
βέβαιος ότι κάποτε οι συνάδελφοί μου θα κατανοήσουν ότι η εφαρμογή του νόμου θα
οδηγήσει σε μείωση των εισαγωγών, θα εξαναγκάσει την κοινωνία να πιέσει και την
Πολιτεία να επισπεύσει τις προσπάθειές της για την οργάνωση και την ανάπτυξη
των εξωνοσοκομειακών δομών για τους ψυχικά πάσχοντες και θα επαναφέρει τη χώρα μας στην ομάδα των
χωρών όπου τα ατομικά δικαιώματα των ψυχικά πασχοντων προστατεύονται επαρκώς.
Και ευελπιστώ ότι με την πρακτική και
τις ιδέες τους θα συμβάλουν στην κάλυψη
των κενών του και στην περαιτέρω βελτίωσή του».
Αυτό το έγγραφο ήταν η τελευταία μου
απόπειρα , όσο ήμουν στην ενεργό υπηρεσία, να πείσω ότι ο Νόμος 2071 έπρεπε
να εφαρμοστεί. .Η απομόνωσή μου από τους συναδέλφους μου που μάλιστα έφτασε
μέχρι τη σύγκρουση μαζί τους - που βέβαια δεν μου ήταν καθόλου ευχάριστη -, η
παραίτηση από την προσπάθεια και των λίγων στενών συνεργατών μου ,οδήγησε και
μένα στην αποδοχή ότι η προσπάθεια δεν
είχε ελπίδες. Εξ άλλου η οργάνωση της Θεραπευτική Μονάδας Αποκατάστασης που με
πολύ λίγους συνεργάτες ,με μεγάλες δυσκολίες και όχι χωρίς εσωτερικές αντιδράσεις , ιδρύσαμε και
αναπτύξαμε στο «Δαφνί», η πρωτοβουλία μου να κινητοποιηθεί το ιατρικό σώμα σε έναν αγώνα αφύπνισης της κοινωνίας , της
Κυβέρνησης ,των κομμάτων αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου να πάψουν
να αδιαφορούν για τα όσα απάνθρωπα συνέβαιναν στο «Δαφνί » απαιτούσαν πολύ
χρόνο και πολύ κουράγιο.
Η συνταξιοδότησή μου δεν μου επέτρεψε έκτοτε να
έχω πλήρη και έγκυρη πληροφόρηση για την εξέλιξη των πραγμάτων . Η γενική
εντύπωση που έχω είναι ότι η υπόθεση βάλτωσε και νόμος 2071 δεν εφαρμόζεται. Εξ
άλλου οι γενικότερες εξελίξεις στα θέματα
της κατοχύρωσης των δικαιωμάτων των αρρώστων και η ανάγκη αντιμετώπισης των προφάσεων όσων δεν
θέλουν την εφαρμογή του απαιτούν ενδεχομένως την αναδιατύπωση των προβλέψεών
του, ίσως δε και την συμπλήρωσή του με
διατάξεις περαιτέρω κατοχύρωσης των δικαιωμάτων των ψυχικά πασχόντων. Και όχι
βέβαια με διατάξεις που θα μας γυρίζουν
στο βάρβαρο καθεστώς .
Σημειώνω πάντως ότι:
Σε μεταγενέστερη επίσκεψή το 1997 η Επιτροπή παρατηρεί ότι « …παρ’ όλο που τα μέρη του
Νόμου που αφορούν τον ακούσιο εγκλεισμό
ήταν τώρα γνωστά….υπήρχαν σοβαρές δυσκολίες στην εφαρμογή τους…. Επί πλέον … οι
συζητήσεις με τους ψυχιάτρους τόνισαν
την αμφιθυμία τους σχετικά με αυτή τη
νομοθεσία ..) Σημειώνει ακόμα ότι «..ο κύριος λόγος για τις δυσκολίες στην εφαρμογή του Νόμου του
1972 είναι η συνεχιζόμενη απουσία των απαραιτήτων διατάξεων για την εφαρμογή
και ερμηνεία των σχετικών προβλέψεων . Φαίνεται ότι μέχρι σήμερα το μόνο συνεπές
κείμενο με εθνικό κύρος στον τομέα αυτό είναι η εγκύκλιος που εξέδωσε την αρχή
του 1996 ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου με αποδέκτες τους Εισαγγελείς Εφετείων...η εγκύκλιος υπενθύμιζε στους
εισαγγελείς τις προβλέψεις του νόμου που διέπουν τον ακούσιο εγκλεισμό στο
νοσοκομείο και τις υποχρεώσεις τους στον τομέα αυτό.
Η Επιτροπή « …ξανά συνιστά να λάβουν επειγόντως οι ελληνικές αρχές τα απαραίτητα
μέτρα για να διασφαλιστεί η σωστή εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου 2071/92
αναφορικώς με τον ακούσιο εγκλεισμό σε νοσοκομείο.
Χαρακτηριστικά του τρόπου της ανταπόκρισης των ελληνικών αρχών στις
διαπιστώσεις και της συστάσεις της Επιτροπής
είναι δύο σχετικά έγγραφα:
Στο πρώτο η
Κ.Αποστόλου , πρόεδρος του Ψ.Ν.Α απαντά
στο Υπουργείο με το έγγραφό της με αριθμό 2140/23-12-1998 και με θέμα «Απάντηση
στην Έκθεση της C.P.T». Και αναφέρει πολλά αλλά παραβλέπει τελείως τις διαπιστώσεις και
τις συστάσεις της Επιτροπής σχετικά με
την μη εφαρμογή του Νόμου 20712/92 και ουδέν σχετικό αναφέρει..
Στο δεύτερο ,ο Π. Γιαννουλάτος, Διευθυντής ψυχικής υγείας του Υπουργείου γράφει μεταξύ
άλλων σε απάντησή του προς την Επιτροπή την 22-10-1999: « …Αναφορικά
με τις συστάσεις της Επιτροπής για τη διασφάλιση ορθής εφαρμογής των διατάξεων
του Ν.2071/92 σχετικά με τον ακούσιο εγκλεισμό σε ψυχιατρικό Νοσοκομείο» « Οι διατάξεις των άρθρων του Νόμου 2071/91
που αφορούν τη διαδικασία εισαγωγής, τα ένδικα μέσα, τη διακοπή ή λήξη της
ακούσιας νοσηλείας , θεωρούμε ότι διασφαλίζουν τον ασθενή και τα δικαιώματά
του. Αυτός είναι και ό λόγος , που ενώ
εκδόθηκε ο Ν.2716/99 για την ανάπτυξη
και τον εκσυγχρονισμό των υπηρεσιών ψυχικής υγείας δεν άλλαξε κάτι από τις
διατάξεις αυτές παρά μόνο προστέθηκε στο νέο νόμο για μεγαλύτερη διασφάλιση η
διάταξη του άρθρου 16 , προκειμένου για ακούσια νοσηλεία που γίνεται σε
ιδιωτική ψυχιατρική κλινική. ( Σημειώνω εδώ ότι το άρθρο 16 του Νόμου 2716/99 προβλέπει και την έκδοση σχετικής υπουργικής απόφασης η οποία εξ όσων
γνωρίζω δεν έχει ακόμη εκδοθεί παρόλο
που έχουν ήδη περάσει έντεκα χρόνια . Υποψιάζομαι δε ότι η παραβίαση του Νόμου
στις ιδιωτικές κλινικές θα γίνεται με μεγαλύτερο ζήλο).
Και το Υπουργείο Υγείας λοιπόν μοιάζει να ξεχνά
ότι η Επιτροπή δεν ζητούσε κάποια αλλαγή στο Νόμο 2071/92 που άλλωστε είχε επαινέσει στην πρώτη της Έκθεση, αλλά διαπιστώνοντας , μετά πέντε ολόκληρα
χρόνια « τη συνεχιζόμενη απουσία των απαραιτήτων διατάξεων για την εφαρμογή και
ερμηνεία των προβλέψεων» του Νόμου αυτού , είχε «συστήσει ξανά οι ελληνικές να
λάβουν επειγόντως τα απαραίτητα μέτρα
για να διασφαλιστεί η σωστή εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου 2071/92 αναφορικώς με τον ακούσιο
εγκλεισμό σε νοσοκομείο».
Χαρακτηριστικό τέλος είναι και το γεγονός
ότι Ομάδα εργασίας που συστήθηκε σε συνεργασία του Συνήγορου του Πολίτη και
της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας ( Α.Πανάγου-
Μ. Βουτσίνου –Χ.Βαρουχάκης)
επισημαίνει σε πρόσφατη ΄Έκθεσή της, ότι «…Ο Νόμος 2071
εξακολουθεί –ιδία στο κεφάλαιο που αφορά την ακούσια νοσηλεία να παραβιάζεται ή
να συναντά ποικίλες αντιδράσεις ακόμη και από τους κύριους υπεύθυνους για την εφαρμογή του ψυχιάτρους και
κοινωνικούς λειτουργούς , ενώ δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που αγνοείται
πλήρως από πολλούς εργαζόμενους στις Μονάδες Ψυχικής Υγείας.». Και
επίσης ότι σε έγγραφο που απεστάλη στο Υπουργείο Υγείας αναφέρεται
σχετικά με το Νόμο 2071/92 ΄»…η αναγκαιότητα έκδοσης μιας ερμηνευτικής
εγκυκλίου ( για την οποία έχει ήδη γίνει προεργασία ώστε να βελτιωθεί η
εφαρμογή των σχετικών διατάξεων( Βλ. σχετική αυτεπάγγελτη έρευνα Συνηγόρου του Πολίτη για την ακούσια νοσηλεία
ψυχικά ασθενών .Μάρτιος 2007).
Αυτά τα ολίγα
από τα πολλά δυσάρεστα της ελληνικής ιδιαιτερότητας.
Χάρης Βαρουχάκης
Πρώην Διευθυντής
της Ιατρικής Υπηρεσίας του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής
ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ:
Facebook
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΥΒΡΙΣΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ΘΑ ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ