νομος 4509/ 2018 ιστορική αναδρομή.ενα

Πειραιάς 6 Φεβρουαρίου 2018

Επειδή ξεκίνησε στο «Δαφνί» η εφαρμογή του νέου Νόμου για τους ψυχικά πάσχοντες που διέπραξαν «έγκλημα», θεωρώ χρήσιμη μια ιστορική αναδρομή σχετικά με  το μείζον αυτό πρόβλημα .
Χρειάστηκε να περάσουν  εβδομήντα σχεδόν  χρόνια  για να αποφασίσει το Κράτος μας να ασχοληθεί με το θέμα. Και δυστυχώς  ανεπιτυχώς , αφού τα μείζονα προβλήματα που δημιουργούσε  το προηγούμενο θεσμικό πλαίσιο και που είχαν επανειλημμένα επισημανθεί  στα χρόνια που πέρασαν , παρέμειναν και με το νέο  ανεπίλυτα.
Το πολύπαθο νοσοκομείο  μας υπήρξε  διαχρονικά η εύκολη οδός για το κουκούλωμα  , αλλά  όχι την  επίλυση  μειζόνων προβλημάτων , που οι άλλοι δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν.
 Το ίδιο συνέβη και με τα προβλήματα που δημιουργούσε ο Ποινικός Κώδικας που θεσπίστηκε  το 1950 και κυρίως τα άρθρα  του 34 και 69.
Επόμενο ήταν λοιπόν  να αρχίσει  από το «Δαφνί»  η επισήμανση αυτών των προβλημάτων και η προσπάθεια να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες   από την εφαρμογή αυτού του Ποινικού Κώδικα , δεδομένου μάλιστα  ότι  κατά περιόδους έπαιρναν οξύτατη μορφή. Είχαν δε ως τελικό αποτέλεσμα    να νοσηλεύονται ακόμη στο «Δαφνί» πολλοί άρρωστοι ( νομίζω περίπου ενενήντα) με βάση τις ρυθμίσεις του.
Αυτές τις προσπάθειες θα εξιστορήσω επειδή, συν τοις άλλοις, αποδεικνύουν τη συμβολή αυτού του Νοσοκομείου και των εργαζομένων του ( που ελπίζω να συνεχιστεί)  στην προσπάθεια να αντιμετωπιστεί  κατά τον καλλίτερο δυνατό τρόπο ένα πολύ σημαντικό και πράγματι πολύπλοκο πρόβλημα ,όπως άλλωστε και πολλά άλλα.

Παρουσιάζω  σήμερα την ομιλία μου στο Η΄ Συνέδριο Νευρολογίας Ψυχιατρικής στη Θεσσαλονίκη το 1978 ,πριν σαράντα χρόνια, που ήταν και η πρώτη προσπάθεια από τον Ψυχιατρικό κόσμο  ( αλλά νομίζω και από το νομικό) να αντιμετωπισθούν  τα προβλήματα από την εφαρμογή του θεσμικού πλαισίου που ίσχυε τότε. Για τους ψυχικά πάσχοντες ,πολίτες αδύναμους και ανυπεράσπιστους  δεύτερης κατηγορίας, ελάχιστοι τότε  ενδιαφερόντουσαν και ήταν κυρίως αυτοί που εργαζόντουσαν στα άσυλα και ζούσαν στο πετσί τους την απανθρωπιά τους .


H ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΑ ΠΑΣΧΟΝΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΙΝΙΚΟ ΝΟΜΟ
   
 Όταν ο ψυχικά άρρωστος διαπράξει κάποιο έγκλημα αντιμετωπίζει και αυτός, όπως και κάθε άλλος τον Ποινικό Νόμο.
    Ο τρόπος που ο Ποινικός μας Νόμος, μεταχειρίζεται τον ψυχικά άρρωστο, σε συνδυασμό μάλιστα με άλλους νόμους και διατάξεις που προβλέπονται γι’ αυτόν, είναι αρκετά ενδεικτικός της στάσεως της κοινωνίας απέναντί του, και των αντιλήψεων, που γενικά επικρατούν, για την ψυχική αρρώστια. Γι ’αυτόν κυρίως το λόγο θα επιχειρήσω μια σύντομη κριτική ανάλυση ορισμένων σχετικών με την ψυχική αρρώστια ποινικών διατάξεων . αλλά και για ένα λόγο ακόμη. Να δείξω ότι ο δύσκολος και πολλές φορές ανέφικτος ακριβής εννοιολογικός προσδιορισμός των όρων που οι διατάξεις αυτές περιέχουν, οδηγεί σ’ ένα τρόπο ερμηνείας και εφαρμογής τους, που μπορεί να καταλήξει, και μερικές φορές καταλήγει, σε νόμιμη μεν αλλά, άδικη μεταχείριση του ψυχικά αρρώστου. Στην επιβολή, δηλαδή σ’ αυτόν μιας κύρωσης που με το να μη χαρακτηρίζεται πάντοτε ποινή αλλά «μέτρο ασφάλειας» δεν παύει γι’ αυτό να είναι δυσανάλογη τιμωρία προς το έγκλημα που διέπραξε και πάντως μεγαλύτερη από την ποινή που προβλέπεται γι’ αυτό.
   Ο Ποινικός μας Νόμος δεν χρησιμοποιεί τον όρο ψυχικά πάσχοντες ούτε άλλη εξειδικευμένη ψυχιατρική ορολογία. Ορισμένα του όμως άρθρα αναφέρονται σε άτομα που προφανώς περιλαμβάνονται στην ομάδα των «ψυχικά πασχόντων» Είναι δηλαδή άτομα που εμφανίζουν κάποια ψυχική διαταραχή, σύμφωνα με την έννοια που δίνεται  στον όρο από την ψυχιατρική πρακτική. 
Τέτοια άρθρα είναι κυρίως : ( Σημειώνω ότι τότε( 1978)  ο Ποινικός Κώδικας εξακολουθούσε να είναι γραμμένος  στην καθαρεύουσα γλώσσα  και πολύ αργότερα μεταφράστηκε στη Δημοτική)
Α) Το άρθρο 34
Το άρθρο αυτό προβλέπει δυο γενικές μεν αλλά διαφορετικές περιπτώσεις , σχετιζόμενες προς της ύπαρξη ψυχικής νόσου ή διαταραχής, κατά τις οποίες «…....η πράξις δεν καταλογίζεται εις τον πράξαντα αυτήν……επειδή ………εν ω χρόνω διέπραξε ταύτην εστερείτο της ικανότητος ν’ αντιληφθεί το άδικον της πράξεώς του ή να ενεργήσει συμφώνως τη περί τούτου αντιλήψει του».
Η πρώτη περίπτωση είναι «...ένεκα νοσηράς διαταράξεως των πνευματικών λειτουργιών» , και η δεύτερη, «  ή διαταράξεως της συνειδήσεως»
Αυτή η διάκριση (συνειδήσεως δηλαδή και άλλων πνευματικών λειτουργιών) επιστημονικά αδόκιμη αλλά και πρακτικά πολλές φορές ανέφικτη, μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες για τον άρρωστο, για τον εξής λόγο:  Και στις δυο περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου 34 ο άρρωστος κρίνεται ανίκανος προς καταλογισμό και επομένως δεν του επιβάλλεται καμιά ποινή. Θεωρείται μάλιστα ότι δεν διέπραξε έγκλημα αφού κατά το άρθρο 14 του Ποινικού Κώδικα : «Έγκλημα είναι πράξις άδικος και καταλογιστή εις τον πράξαντα…»
Και στις δυο περιπτώσεις με άλλα λόγια ο δράστης κρίνεται νομικά όπως και ηθικά, αθώος. Η διαφορά παρουσιάζεται , και είναι πολύ σημαντική, στην από εκεί και πέρα αντιμετώπιση του δράστη. Θα επισημάνω αυτή τη διαφορά αναλύοντας πιο κάτω το σχετικό άρθρο.
Ένα άλλο βασικό άρθρο που αφορά τους ψυχικά πάσχοντες είναι
Β) Το άρθρο 36
Το άρθρο αυτό αντιμετωπίζει τις περιπτώσεις  ψυχικά πασχόντων των οποίων « ...δεν  εξέλιπε μεν εντελώς, εμειώθη όμως ουσιωδώς η απαιτουμένη…… ικανότης δια τον καταλογισμόν της πράξεως»  Σε τέτοιες περιπτώσεις « …επιβάλλεται ποινή ηλαττωμένη» και αυτό το « επιβάλλεται ποινή ηλαττωμένη» έχει μεγάλη πρακτική σημασία, γιατί συνεπάγεται σοβαρή μείωση του μεγέθους της ποινής που θα επιβληθεί. (Για έγκλημα πχ. για το οποίο ο νόμος προβλέπει ποινή θανάτου ή ισόβιας κάθειρξης δεν μπορεί να επιβληθεί κάθειρξη μεγαλύτερη από είκοσι χρόνια.)
Με αυτά τα δυο άρθρα αντιμετωπίζονται ποινικά οι ψυχικώς πάσχοντες που το Δικαστήριο έκρινε πλήρως ή μερικώς ανίκανους προς καταλογισμό. Και δείχνουν πραγματικά ένα ευρύ πνεύμα κατανόησης της ψυχικής αρρώστιας και επιείκειας προς τον ψυχικά άρρωστο.
Όμως αυτό συμβαίνει συνήθως μόνο στο θεωρητικό επίπεδο. Γιατί τα άρθρα αυτά εφαρμόζονται αυτούσια μόνο στις σπάνιες περιπτώσεις που ο άρρωστος κριθεί μεν ακαταλόγιστος  αλλά δεν κριθεί  « επικίνδυνος εις την δημοσίαν ασφάλειαν». Εάν αντιθέτως το Δικαστήριο τον κρίνει μεν πλήρως ή μερικώς ακαταλόγιστο  αλλά   επικίνδυνο για  την δημόσια  ασφάλεια,  οι διατάξεις των άρθρων 34 ή 36 εφαρμόζονται μεν, αλλά σε συνδυασμό με  άλλες διατάξεις,  που πρακτικά θα κάνουν τη μοίρα του χειρότερη, τις πιο πολλές φορές, από του κοινού εγκληματία που διέπραξε το ίδιο έγκλημα. Τέτοιες διατάξεις περιλαμβάνονται :
Γ)  Στο άρθρο 69, για τους πλήρως ακαταλόγιστους .
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού το Δικαστήριο διατάσσει «…την εις δημόσιον θεραπευτικό κατάστημα φύλαξιν….»  του ψυχικά αρρώστου, υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι α) «.Nα απηλλάγη της ποινής ή της καταδιώξεως ……ένεκα νοσηράς διαταράξεως των πνευματικών λειτουργιών»  β) Να διέπραξε « κακούργημα ή πλημμέλημα απειλούμενον εν τω νόμω δια ποινής ανωτέρας των έξι μηνών» γ)  Να κρίνει το δικαστήριο ότι «.Ούτος είναι επικίνδυνος εις την δημοσίαν  ασφάλειαν». Όταν συντρέχουν οι πιο πάνω προϋποθέσεις το Δικαστήριο υποχρεούται να διατάξει « την εις δημόσιον θεραπευτικόν κατάστημα φύλαξιν του» ,  χωρίς μάλιστα  να μπορεί να αποφασίσει διαφορετικά.
Σχετικά με τις προϋποθέσεις που τίθενται από το Νόμο προκειμένου να εφαρμοστούν τα λεγόμενα μέτρα ασφαλείας του άρθρου 69, θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι : Με αυτές τις προϋποθέσεις ούτε ο σκοπός των μέτρων ασφαλείας, η προφύλαξη δηλαδή της κοινωνίας από τον κίνδυνο του επικίνδυνου αρρώστου εξασφαλίζεται πάντοτε, ούτε η μεταχείριση που επιφυλάσσεται στον αδικοπραγήσαντα ψυχικά άρρωστο μπορεί να θεωρηθεί σε όλες τις περιπτώσεις  ηθικά ή έστω και μόνο από άποψη καθαρής σκοπιμότητας, ορθότερη. Ειδικότερα :
 α) Στις διατάξεις του άρθρου αυτού υπάγονται μόνο οι απαλλαγέντες της ποινής ή της καταδιώξεως ως ακαταλόγιστοι  «.ένεκα νοσηράς διαταράξεως των πνευματικών λειτουργιών»,  αλλά όχι και οι απαλλαγέντες  «ένεκα διαταράξεως της συνειδήσεως»  Υπάγεται πχ. στις διατάξεις του ο μικρόνους που διέπραξε μια μικροκλοπή αλλά απαλλάχτηκε ως ανίκανος προς καταλογισμό, «Ένεκα νοσηράς διαταράξεως των πνευματικών λειτουργιών»,  αλλά δεν υπάγεται  ο τοξικομανής που σε κατάσταση  τοξικής μέθης διέπραξε ανθρωποκτονία, αν απαλλάχτηκε ως ανίκανος προς καταλογισμό  « ένεκα διαταράξεως της συνειδήσεως».  
β) Στις διαταράξεις του άρθρου αυτού υπάγονται όλα ανεξαιρέτως τα εγκλήματα για τα οποία ο νόμος προβλέπει ποινή μεγαλύτερη από έξι μήνες. Έτσι περιλαμβάνονται βέβαια στις διατάξεις του αυτά που και η κοινή αντίληψη θεωρεί ως σοβαρά και επικίνδυνα εγκλήματα (ανθρωποκτονία- βαριά  σωματική βλάβη- εμπρησμός- σεξουαλικά εγκλήματα κτλ.) αλλά και πλήθος άλλα ( κλοπή-  ψευδής καταμήνυση- συκοφαντική δυσφήμιση- περιύβρισης αρχής- κακόβουλη βλασφημία κτλ.) , που σύμφωνα με την ψυχιατρική πείρα δεν  συνδέονται τις πιο πολλές φορές με επικινδυνότητα του δράστη ή κι όταν συνδέονται, αφορούν επικινδυνότητα που δεν ξεπερνάει τα όρια του ήδη διαπραχθέντος εγκλήματος.
Αντίθετα δεν περιλαμβάνονται αδικήματα τα οποία ελαφρά αυτά καθ’ αυτά και με μικρές ποινές από το Νόμο, τιμωρούμενα, μπορεί εντούτοις σε συγκεκριμένες περιπτώσεις να συνδέονται με αυξημένη επικινδυνότητα του δράστη. Η «ρύπανσις» πχ. που από το Νόμο τιμωρείται με πρόστιμο ή με κράτηση μιας έως  τριάντα μέρες, μπορεί να σημαίνει επιθετική συμπεριφορά που ίσως δεν παραμένει μόνο σε αυτό το επίπεδο. Η «παράβασις διατάξεων προφυλακτικών από του πυρός»  που από το νόμο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών μηνών, μπορεί να οφείλεται σε προχωρημένη   άνοια  ή σε μείζονα ψυχική διαταραχή και να αποτελεί σοβαρή ένδειξη για τη διάπραξη σοβαρών αδικημάτων στο μέλλον
Γ)  Η τρίτη προϋπόθεση αναφέρεται στην επικινδυνότητα του δράστη. Το ζήτημα είναι από τα δυσχερέστερα. Η κρίση για το επικίνδυνο ενός ατόμου είναι στην ουσία της μια πρόβλεψη για το μέλλον. Είναι μια γνώμη με πολλά σημάδια υποκειμενικότητας , αφού αναφέρεται μεν σε αυτό που πρόκειται να συμβεί στο μέλλον αλλά στηρίζεται μόνο στις υπάρχουσες στο τώρα συνθήκες και μάλιστα όχι σε όλες αφού δεν είναι όλες γνωστές. Οι κίνδυνοι πλάνης είναι προφανείς. Και ίσως γίνονται μεγαλύτεροι από το γεγονός ότι την απόφαση τελικά παίρνει ο Δικαστής που δικαιούται μεν αλλά δεν οφείλει να ζητήσει οπωσδήποτε τη γνώμη του ψυχιάτρου κι’ αν τη ζητήσει,  δικαιούται αλλά δεν οφείλει να συμμορφωθεί με αυτή.
Οι δυσχέρειες αυτές είναι ίσως εκείνες που οδηγούν σε λανθασμένες γενικότητες του τύπου «  κάθε ψυχοπαθής είναι επικίνδυνος» Και ίσως είναι ενδεικτική της επίσημης άποψης επί του θέματος αλλά και του επικρατούντος στα Δικαστήρια πνεύματος σχετική εγκύκλιος του Υπουργείου Δικαιοσύνης (137559/30.12.56) που αναφέρει «…..Ως προς τους ψυχοπαθείς ο Νέος Ποιν. Κώδιξ  θέτει τέρμα εις το νυν  υφισταμένου άτοπον της αποδόσεως ελευθέρων εις την κοινωνίαν των απαλλασσομένων λόγω ελλείψεως της προς καταλογισμόν ικανότητος. Εις την περίπτωσιν ταύτην κατά το άρθρον 69 του Κώδικος το δικαστήριον διατάσσει την εις δημόσιον θεραπευτικόν κατάστημα φύλαξιν εάν κρίνει ότι ο απαλλαγείς είναι επικίνδυνος εις την δημοσίαν ασφάλειαν, κατά κανόνα δε πας ψυχοπαθής διαπράξας έγκλημα δέον να θεωρείται επικίνδυνος…..» Τέτοιες γενικεύσεις, καθόλου μάλιστα τεκμηριωμένες, πάνω σε τόσο αμφισβητούμενα θέματα δεν εξυπηρετούν την αλήθεια, πράγμα που ίσως λίγους ενδιαφέρει, αλλά δεν εξυπηρετούν προφανώς και τους αρρώστους που πάνω τους εφαρμόζονται, πράγμα που ασφαλώς ενδιαφέρει περισσότερους. Γιατί στην πραγματικότητα σκληρή μοίρα περιμένει τον κριθέντα ως επικίνδυνο ψυχικά άρρωστο. Γιατί η «φύλαξις» που επιβάλλεται στον ψυχικά άρρωστο είναι σύμφωνα με το Νόμο «αόριστος» που σημαίνει ότι «…συνεχίζεται εφ’ όσον χρόνον επιβάλλει τούτο η δημόσια ασφάλεια…..». Επομένως, γιατί όχι και ισοβίως, και πολλές φορές με αφορμή έγκλημα για το οποίο ο Νόμος προβλέπει ποινή πολύ μικρότερης διάρκειας. Και βέβαια ελάχιστα παρηγορεί τον άρρωστο η σκέψη ότι η φύλαξη δεν είναι ποινή και δεν σημαίνει την ηθική αποδοκιμασία του δράστη από την κοινωνία. Γιατί ενώ λίγοι μπορεί να νιώσουν την ηθική αποδοκιμασία της ποινής, όλοι ή σχεδόν όλοι θα νιώσουν τι σημαίνει στέρηση της ελευθερίας και μάλιστα στις συνθήκες  « του δημοσίου ψυχιατρικού καταστήματος».
Οι αναλυθείσες διατάξεις του άρθρου 69 αφορούν τους πλήρως ακαταλόγιστους.
Δ) Για τους «ηλαττωμένης δια τον καταλογισμόν ικανότητος…..» που κρίθηκαν «….επικίνδυνοι εις την δημοσίαν ασφάλειαν….» επιφυλάσσονται οι διατάξεις του άρθρου 38. Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες. Επισημαίνω μόνο ότι η μεταχείριση που τους επιφυλάσσεται είναι ίδια σχεδόν με εκείνη που αφορά τους «καθ’ έξιν ή κατ’ επάγγελμα υπότροπους και επικινδύνους» κοινούς εγκληματίες.
Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της μεταχείρισης είναι η επιβολή ποινής «…….περιορισμού εντός ψυχιατρικών καταστημάτων ή παραρτημάτων φυλακών» αόριστης όμως διάρκειας που γι’ αυτό ακριβώς το λόγο μπορεί και να ξεπεράσει το ανώτατο όριο ποινής που ο Νόμος προβλέπει για το δικαζόμενο έγκλημα. 
Αυτά προς το παρόν και θα συνεχίσω.


ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ:    Facebook

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΥΒΡΙΣΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ΘΑ ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ