9 Νοεμβρίου 2019
Σκέψεις
, προβληματισμοί και προτάσεις για την
τροποποίηση του Νόμου 2071/92.
Εισαγωγή
Εισαγωγή
Η προηγούμενη Κυβέρνηση με το Νομοσχέδιο για την « Ακούσια Ψυχιατρική
περίθαλψη» θέλησε την «επικαιροποίηση»
του Νόμου 2071/92 . Το Νομοσχέδιο αυτό τέθηκε
σε δημόσια διαβούλευση από την 8η
μέχρι την 22α Μαΐου 2019 και
σχολιάστηκε δημόσια και ευρέως από
πολλούς και με αποδοχή ή την απόρριψη
πολλών από τις διατάξεις του. Το Νομοσχέδιο αυτό δεν ψηφίστηκε από την προηγούμενη Κυβέρνηση, ούτε όμως είναι γνωστές οι προθέσεις της παρούσας σχετικά με την τύχη του.
Παραμένει επομένως ανοικτή η δυνατότητα παρέμβασης , προκειμένου οι όποιες αλλαγές
επιχειρηθούν στο Νόμο 2071/1992 να είναι προς τη σωστή κατεύθυνση και να αντιμετωπίζουν κατά τον καλλίτερο δυνατό τρόπο όλα τα πολλά
και μείζονα ανακύπτοντα επί μέρους
ζητήματα επιστημονικής , κοινωνικής, νομικής αλλά και ηθικής τάξης, με
λύσεις αποδεκτές και εφαρμόσιμες. Αυτό το σκοπό έχουν οι
σκέψεις ,οι προβληματισμοί και οι προτάσεις που σκοπεύω να διατυπώσω
,και που είναι το αποτέλεσμα της μακράς προσωπικής μου ενασχόλησης και
εμπειρίας επί του θέματος, της
προσεκτικής παρακολούθησης και μελέτης
της εξέλιξης της σχετικής νομοθεσίας ,των σοβαρών σχολίων θετικών και αρνητικών που
δημοσιεύτηκαν κατά τη διάρκεια της διαβούλευσης και βέβαια της ευκαιρίας που είχα κατά το χρονικό,
διάστημα που μεσολάβησε, να αναστοχαστώ
πάνω στα πολύπλοκα και πολύπλευρα
προβλήματα που πρέπει να επιλυθούν.
Για λόγους τεχνικούς και κυρίως για
τη διευκόλυνση όσων θεωρήσουν σκόπιμο να τη μελετήσουν θα δημοσιοποιήσω την
παρέμβασή μου κατά ειδικότερα κεφάλαια-
μέρη.
Πρώτο μέρος : Το δικαίωμα της Πολιτείας
Σ’ αυτό το μέρος της παρέμβασής μου θα αναφερθώ σε ένα πρώτο και βασικό πρόβλημα , που η
παρελθούσα αλλά και η ισχύουσα νομοθεσία, κακώς ,κατά τη γνώμη μου
,αντιπαρέρχεται.
Το πρόβλημα αυτό αναδύεται από την ηθικής τάξης απαίτηση κάθε
δημοκρατικού πολίτη να απαντηθεί το ερώτημα:
Που ερείδεται το δικαίωμα της
Πολιτείας να ψηφίζει κατά καιρούς νόμους με τους οποίους πλήττει καίρια το μείζον
αγαθό της ελευθερίας , που για πολλούς είναι ισάξιο ή και μεγαλύτερο από το αγαθό της ίδιας της
ζωής ; Με ποιο δικαίωμα υποχρεώνει δια
της βίας
κάποιους πολίτες της να εγκαταλείψουν το σπίτι τους και το περιβάλλον
που ζούσαν και τους εγκλείει
σε ένα περιορισμένο και αυστηρά
εποπτευόμενο χώρο; Με ποιο δικαίωμα τους
εξαναγκάζει να ζουν εκεί ,
για μεγάλα χρονικά διαστήματα και κάποιες , όχι σπάνιες, φορές δια βίου
, τους επιβάλλει διάφορης βαρύτητας
περιοριστικά της κίνησης μέτρα ή την –ακόμη και πλήρη- απομόνωσή τους και
τους υποβάλλει σε διάφορου τύπου
θεραπείες ,τις οποίες εκείνοι αρνούνται;
Που βασίστηκε ηθικά η Πολιτεία , όταν άσκησε διαχρονικά τέτοιας τάξης δικαιώματα ,αφού μάλιστα
είχε πολλές φορές διαπιστωθεί ότι
οι συνθήκες εγκλεισμού και
διαβίωσης σ’ αυτούς τους χώρους είχαν καταστεί απάνθρωπες και ταπεινωτικές , οι δε εφαρμοζόμενες θεραπείες
ήταν πολλές φορές βάναυσες και
αποκρουστικές ( πυρετοθεραπεία , καρδιαζόλ σοκ, αποστήματα τερεβινθίνης, ινσουλινοθεραπεία, ηλεκτροσόκ, λοβοτομή και
άλλες) και με σοβαρές επιπτώσεις ακόμα και στην ίδια τη ζωή του
«θεραπευόμενου»;
( Θα μπορούσε
ασφαλώς να αντιτάξει κανείς στο
σημείο αυτό ότι σήμερα οι συνθήκες
διαβίωσης στους χώρους του
εγκλεισμού είναι ασύγκριτα βελτιωμένες εν σχέση με
αυτές που οδήγησαν άλλοτε στη
ηθική και βιολογική εξουδετέρωση χιλιάδων ανθρώπων και επίσης, ότι οι παλαιές βάναυσες «θεραπείες» - με εξαίρεση
ίσως τη, σπανιότατη πάντως, χρήση του ηλεκτροσόκ - δεν
εφαρμόζονται εδώ και πολλά χρόνια. Από
την άλλη μεριά όμως δεν θα πρέπει να
παραβλέψουμε ότι σκληρά περιοριστικά της
κινήσεως μέτρα ( δέσιμο στο κρεβάτι με
λουριά ή αλυσίδες –η μετονομασία του γεγονότος σε «προστατευτικό
κλινοστατισμό» δεν ελαφρύνει τη
βαναυσότητά του- ή η αυστηρή απομόνωση
σε πολύ περιορισμένο χώρο )
εξακολουθούν να εφαρμόζονται .Δεν πρέπει
επίσης να ξεχνάμε ότι και η θεραπεία με
ψυχοφάρμακα , που ευρύτατα χρησιμοποιείται εδώ και πολλά χρόνια σχεδόν
αποκλειστικά, δεν είναι άμοιρη πολύ
αρνητικών παράπλευρων συνεπειών.)
.Η απάντηση που δίνεται διαχρονικά διεθνώς ,αλλά
και στη χώρα μας -από το Νόμο Ψ.Μ.Β/ 1862, το Νόμο 6077/1934, το Ν.Δ
104/1973, την Υπουργική Απόφαση Γ2β/3036
της 31/12/1973, την Υπουργική Απόφαση
Α2β /5345 της 20/11/1978, το Νόμο
2071/1992 – σε τέτοιου είδους ερωτήματα και προβληματισμούς είναι ότι η
Πολιτεία όχι μόνο έχει αυτά τα
δικαιώματα, αλλά και οφείλει να τα
ασκήσει για τους πολίτες εκείνους που νοσούν ψυχικά και επί πλέον δεν έχουν επιδιώξει τη θεραπεία τους
αυτοβούλως , ούτε την αποδέχονται όταν τους υποδεικνύεται ως αναγκαία και
απαραίτητη.
Οι λόγοι που προβάλλονται ή υπονοούνται για την ηθική δικαίωση αυτής
της πρακτικής - αν και δεν διατυπώνονται
με τον ίδιο τρόπο στους διάφορους κατά καιρούς ισχύσαντες νόμους - είναι δύο :
Ο
ένας είναι ότι , όταν ένα πρόσωπο
νοσεί ψυχικά, πράγματι «πάσχει» με την
βασική και πρωταρχική έννοια του ρήματος «πάσχω», δηλαδή πονάει ψυχικά
,ταλαιπωρείται ,βασανίζεται και υποφέρει . Βιώνει δηλαδή μια κατάσταση των
ψυχικών του λειτουργιών- που μάλιστα μπορεί και να επιδεινωθεί -με σοβαρές αρνητικές συνέπειες ,από την οποία προφανώς θα ήθελε και θα
επεδίωκε να απαλλαγεί και να θεραπευθεί . Εάν δεν το επιδιώκει , ούτε το αποδέχεται ,είναι
ακριβώς , επειδή αυτή η ψυχική κατάσταση που βιώνει επιδρά καίρια και
καταστροφικά στη βούλησή του και σε τέτοιο βαθμό που τον παρεμποδίζει να
το πράξει.
Ο άλλος λόγος είναι ότι το πρόσωπο που πάσχει
ψυχικά , υπό την επήρεια της ψυχικής του κατάστασης ,μπορεί να προβεί – σε
ορισμένες περιπτώσεις- σε πράξεις βίας και καταστροφής ,που μάλιστα ενδέχεται να είναι και ακραίες ,
μέχρι του σημείου να απειλείται η ζωή των άλλων
ή και του ιδίου του πάσχοντος προσώπου
( Ένας τρίτος λόγος που
ουδείς από τους μέχρι σήμερα νόμους προβλέπει ρητά ,
αλλά εφαρμόζεται στη πράξη
ευρύτατα , είναι το πραγματικό
γεγονός, ότι το πρόσωπο που πάσχει ψυχικά
έχει πολύ περιορισμένες δυνατότητες αυτοδύναμης εξασφάλισης των προς το ζην αναγκαίων ,που με κάποιο τρόπο πρέπει να του εξασφαλιστούν).
Και οι δύο αυτοί λόγοι είναι κατ’
αρχήν αποδεκτοί ,επειδή ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει , ούτε το γεγονός, ότι μεταξύ των συμπτωμάτων
μιας ψυχικής πάθησης μπορεί να είναι και
η καίρια και καταλυτική επίδραση στη βούληση του πάσχοντος προσώπου , ούτε
επίσης το πολύ σπάνιο μεν αλλά
πραγματικό γεγονός ότι μεταξύ των
συμπτωμάτων της, μπορεί να
περιλαμβάνονται και πράξεις βίας μερικές μάλιστα φορές και ακραίας.
Οι δύο αυτοί λόγοι
εμφανίζονται λοιπόν κατ’ αρχήν
προφανώς εύλογοι και πειστικοί . Όταν όμως ,κατά την καθημερινή
πρακτική, θα πρέπει να διαπιστωθεί και
να αποδειχτεί η παρουσία του ενός ή του άλλου ή και των δύο αυτών λόγων στη κάθε συγκεκριμένη περίπτωση
πάσχοντος προσώπου , παρουσιάζονται
πολλά και σοβαρά προβλήματα . Και μπορώ
να βεβαιώσω, με βάση την εμπειρία μου από τα σαράντα χρόνια μαχόμενης ψυχιατρικής στο
μεγαλύτερο ψυχιατρικό νοσοκομείο της χώρας , ότι υπήρξαν πάμπολλες συγκεκριμένες περιπτώσεις , κατά
τις οποίες οι εμπλακέντες στις διαδικασίες του εγκλεισμού ( αιτούντες τον
εγκλεισμό συγγενείς ή και άλλοι, γιατροί που γνωμάτευσαν,
εισαγγελείς που συμφώνησαν) επέδειξαν προκλητικά ανεύθυνη και επιπόλαια
συμπεριφορά , αυθαιρεσία, αλαζονική υποκειμενικότητα και ατεκμηρίωτη υπερβολή . Πάντοτε βέβαια σε
βάρος των ψυχικά πασχόντων προσώπων . Δεν ήταν μάλιστα και πολύ λίγες οι
περιπτώσεις όπου τα ιδιοτελή συμφέροντα ήταν προφανή .
Μία πρώτη βασική αιτία αυτής της απαράδεκτης πρακτικής σχετίζεται
με τον πρώτο λόγο που δικαιώνει την απόφαση για τον εγκλεισμό. Σε αυτό το
θέμα και στα ανακύπτοντα σχετικά προβλήματα
θα αναφερθώ ποιο κάτω.
Είναι
εύκολο να διαπιστώσει κανείς ότι
ο Νομοθέτης στηρίχθηκε διαχρονικά
,ακόμα και με το Νόμο 2071/1992 ,κυρίως
σε ένα ανεπίδεκτο απόδειξης δόγμα , που θεώρησε αυτονόητο και ακλόνητο: Ότι δηλαδή το πρόσωπο
που εμφανίζει κάποια ψυχική διαταραχή , όπως και εάν αυτή ονομαστεί από τον
ψυχίατρο που τη διαπίστωσε, πράγματι πάσχει , πράγματι δηλαδή υποφέρει και
βασανίζεται και βιώνει ψυχικό πόνο και επίσης ότι η κατάσταση αυτή μπορεί να
επιδράσει καταλυτικά στη βούλησή του. Επιπρόσθετα δε ότι η κατάσταση αυτή
μπορεί να βελτιωθεί με τον εγκλεισμό του και την υποχρεωτική θεραπεία ή ,
αντίθετα ,να επιδεινωθεί ,αν ο πάσχων δεν εγκλεισθεί. Παραλείπει όμως να ασχοληθεί , ούτε φαίνεται να γνωρίζει , ποιες αρνητικές συνέπειες σωματικές και ψυχικές έχουν
για τους αρρώστους ο εγκλεισμός και οι υποχρεωτικά εφαρμοζόμενες θεραπείας ,
μηδέ της φαρμακοθεραπείας εξαιρούμενης ,
με αποτέλεσμα να μη προσδιορίζει, όπως θα έπρεπε, μέτρα προστασίας των
πασχόντων από αυτές τις συνέπειες.
Υποστηρίζω επίσης ότι
το δόγμα αυτό ούτε αυτονόητο
, ούτε ακλόνητο είναι και πάντως δεν
επιτρέπει εξ ορισμού τη στέρηση ,ακόμη και δια βίου, του μείζονος δικαιώματος της ελευθερίας σε κάθε πρόσωπο που εμφανίζει κάποια ψυχική διαταραχή ακόμα
και πολύ σοβαρή . Γιατί όσοι ζήσαμε κοντά στους αρρώστους , το ξέρουμε ότι
υπάρχουν πάμπολλες περιπτώσεις προσώπων
με εμφανή τα συμπτώματα σοβαρής ψυχικής πάθησης, που όμως καθόλου δεν δείχνουν να υποφέρουν .
Αντίθετα μάλιστα ζουν και
συμπεριφέρονται σαν να έχουν
«συμφιλιωθεί» με την πάθησή τους και να συμβιώνουν αρμονικά μαζί της.
Έχει αποδειχτεί επίσης εξ άλλου , ότι ακόμα και μετά από εγκλεισμό και
θεραπεία χρόνων, η ψυχική κατάσταση
πολλών αρρώστων παρέμενε αμετάβλητη.( Στην απογραφή π.χ. της 20ης -4ου-1994,
(Δες σχετική ανάρτηση στο ιστολόγιό μου),
από τους απογραφέντες 1756 συνολικά
αρρώστους που νοσηλευόντουσαν εκείνη τη
μέρα , οι 1206 νοσηλευόντουσαν για περισσότερο από ένα χρόνο
και από αυτούς οι 888 περισσότερο από
πέντε,, οι 322 περισσότερο από είκοσι και
οι 110 περισσότερο από τριάντα. Πέραν των πολλών άλλων αιτίων, που ασφαλώς
εξηγούν το φαινόμενο αυτών των τερατωδών αριθμών, είναι και το γεγονός ότι πολλοί άρρωστοι
δεν ωφελήθηκαν , αλλά μάλλον
βλάφτηκαν από τον μακροχρόνιο εγκλεισμό
και την εκεί θεραπεία τους. ( Πρότασή
μου να αξιοποιηθούν τα στοιχεία
από τους ιατρικούς φακέλους
των νοσηλευθέντων στο Ψ.Ν.Α ασθενών
με τη χρήση κατάλληλου λογισμικού, που θα έδινε τεκμηριωμένες απαντήσεις σ’ αυτό
αλλά και σε πολλά άλλα ερωτήματα
απορρίφθηκε παταγωδώς όχι μόνο
από στενόμυαλες διοικήσεις , αλλά
δυστυχώς και από επιστημονικούς
παράγοντες. Στο θέμα θα αναφερθώ σύντομα )
Με ποιο λοιπόν ηθικό δικαίωμα ο
νομοθέτης επιβάλλει και σε αυτά τα πρόσωπα
«θεραπεία» οποιασδήποτε βαρύτητας
και τρόπου εφαρμογής χωρίς τη
συναίνεσή τους;
Ιδού λοιπόν μια πρώτη αιτία που μπορεί να οδηγήσει σε στέρηση της
ελευθερίας και ανθρώπων πράων, άκακων
και ειρηνικών , με την επίκληση μιας ψυχικής διαταραχής από την οποίαν όμως ουδόλως φαίνεται να «πάσχουν» και ουδόλως υποφέρουν . Και επί
πλέον την υποβολή τους
σε μια ανώφελη «θεραπεία» τους
από την οποία, αντίθετα, μόνο βλάβη μπορεί να προκύψει ,δεδομένου
ότι όχι μόνο οι παλαιές εξοβελισθείσες
βάναυσες «θεραπείες» , αλλά και η ευρύτατη
εδώ και πολλά χρόνια και σε
πολλές περιπτώσεις αλόγιστη χρήση των ψυχοφαρμάκων εκτός των σοβαρών σωματικών
επιπτώσεων ( την έκταση και τη βαρύτητα
των οποίων ομολογώ δεν γνωρίζω και θάθελα να μάθω , αν υπάρχουν έγκυρα στοιχεία), οδηγεί
πάμπολλους αρρώστους στην απάθεια και
την απόσυρση και σε μια ζωή
συναισθηματικά στερημένη , αδρανή και μίζερη , χωρίς χαρές και χωρίς
λύπες , χωρίς αληθή συνύπαρξη με τον άλλο και τον κόσμο ,χωρίς ελπίδες και απογοητεύσεις , χωρίς δημιουργία και αναψυχή
, χωρίς εν τέλει αρετή και χωρίς ευθύνη.
Σε τέτοιες περιπτώσεις ανθρώπων αναφέρεται
και ο Κώστας Φιλανδριανός στο πολύτιμο βιβλίο του «Δημόσιο Ψυχιατρείο
Αθηνών»(1977). Αξίζει να διαβάσει κανείς και πολλά έχει να μάθει και να
στοχαστεί από τα όσα πολύ παραστατικά
και γλαφυρά περιγράφει για το χώρο και της ζωή του Ψυχιατρείου , τους διάφορους «τύπους» στους οποίους αναφέρεται και τις καίριες και βαθυστόχαστες παρατηρήσεις ενός
άριστου κλινικού ψυχίατρου . (Αντιγράφω : «Αλήθεια τι έγιναν οι «τύποι»
; Ο οδοστρωτήρας των ψυχοφαρμάκων ισοπέδωσε τις ψυχικές αρρώστιες, εξαφάνισε
της πηγαίες συμπτωματολογίες , μετέτρεψε τους αρρώστους σε απλά ομοιόμορφα
νούμερα»).
Η χορήγηση ψυχοφαρμάκων επομένως
πρέπει να αποφεύγεται εκεί που δε
χρειάζεται και να γίνεται
με φειδώ και σύνεση όταν είναι αναγκαία .
Μια ακόμα παρατήρηση σχετικά με τα φάρμακα θεωρώ χρήσιμη.
Κανένας ψυχίατρος δεν αμφισβητεί ότι
τα φάρμακα πρόσφεραν και προσφέρουν
ανυπολόγιστες υπηρεσίες στους ψυχικά πάσχοντες
και βελτίωσαν σε πολύ μεγάλο βαθμό τη ζωή και τη μοίρα τους . Επομένως η
έρευνα για την ανακάλυψη νέων φαρμάκων και για τον τρόπο που δρουν, ούτε μπορεί
,ούτε πρέπει να παρεμποδίζεται . Αντίθετα πρέπει να ενθαρρύνεται και να
ενισχύεται .Δεν πρέπει όμως ποτέ να ξεχνάμε και να παραγνωρίζουμε ότι τα
φάρμακα επιδρούν κατά τρόπο ανεξιχνίαστο
εν πολλοίς στη ψυχική ζωή , δεν γίνονται πάντοτε ανεκτά από τους αρρώστους που
πολλές φορές μηχανεύονται χίλιους τρόπους για να τα αποφύγουν, έχουν πολλές και
σοβαρές παρενέργειες , επιδρούν ίσως στο προσδόκιμο ζωής των αρρώστων και ότι η
έρευνα για την ανακάλυψη και τη διάθεση νέων συνδέεται με τα τεράστια
οικονομικά συμφέροντα των φαρμακευτικών εταιρειών που τα παράγουν .Θα πρέπει
λοιπόν οι επιστημονικές εταιρείες που οργανώνουν συνέδρια για τα φάρμακα να
αρνούνται κατηγορηματικά τη χρηματοδότηση των συνεδρίων από φαρμακευτικές εταιρείες, αλλά να απαιτούν
την οικονομική υποστήριξή τους από το
Κράτος.
Συνοψίζω:
1. Στη μεγάλη πλειοψηφία των
περιπτώσεων το πάσχον από οποιαδήποτε
ψυχική διαταραχή πρόσωπο βιώνει μια κατάσταση από την οποία «πάσχει», υποφέρει
και βασανίζεται , η οποία αλλάζει
αποφασιστικά το ρυθμό της ζωής του και
απειλεί την καθημερινότητα ,τα όνειρα και τις επιδιώξεις του και από την οποία
προφανώς θέλει να απαλλαγεί.
2. Σε πολλές περιπτώσεις σοβαρής ψυχικής διαταραχής , η διαταραχή αυτή
μπορεί επί πλέον να έχει καταστροφική επίδραση στη βούλησή του σε βαθμό που να τον
παρεμποδίζει να επιδιώξει και να ζητήσει τη θεραπεία του ή
και να την αρνείται όταν του υποδεικνύεται ως απαραίτητη. Μόνο σε τέτοιες
περιπτώσεις ο εγκλεισμός μπορεί να είναι
μια αποδεκτή λύση, εφ’ όσον έχουν αποκλειστεί άλλες λιγότερο περιοριστικές της
ελευθερίας του
3. Υπάρχουν και περιπτώσεις ψυχικά
πασχόντων προσώπων που η θεραπεία τους ούτε
εφικτή είναι , ούτε καν αναγκαία.
4. Ο εγκλεισμός και η θεραπεία
οποιασδήποτε μορφής μπορεί να έχει ανυπολόγιστες συνέπειες στο σώμα και την ψυχή του πάσχοντός προσώπου
5. Ο Νομοθέτης πρέπει να θεσπίσει
συγκεκριμένα μέτρα που θα προστατεύουν το εγκλειόμενο πρόσωπο από αυτές τις
συνέπειες. Είναι υποχρέωση της Πολιτείας
να γνωρίσει , με έγκυρες επιστημονικές έρευνες ποιες μπορεί να είναι αυτές οι συνέπειες ,
την έκταση και τη βαρύτητά τους.
6. Μετά από ορισμένο χρόνο , όχι μεγάλο, η επίτευξη
οποιουδήποτε θεραπευτικού αποτελέσματος είναι ανέφικτη, ενώ η βλάβη για τον
άρρωστο σχεδόν βέβαιη. Ο Νομοθέτης πρέπει να προβλέψει ένα ανώτατο όριο
εγκλεισμού, η υπέρβαση του οποίου θα απαγορεύεται για οποιοδήποτε λόγο και θα
συνεπάγεται σοβαρές ποινικές κυρώσεις.
7. Όλοι οι εμπλεκόμενοι στη διαδικασία του εγκλεισμού -_ αιτούντες τον
εγκλεισμό , γνωματεύσαντες γιατροί ,
εισαγγελικοί και δικαστικοί λειτουργοί και ο οποιοσδήποτε άλλος – οφείλουν να
διαχειρίζονται με επιμέλεια ,προσοχή , φρόνηση και ταπεινοφροσύνη την εξουσία
που τους δίνει ο Νόμος να επεμβαίνουν απρόσκλητοι στο σώμα και την ψυχή του πάσχοντος
προσώπου. Ο Νόμος πρέπει να προβλέπει διατάξεις που θα εξασφαλίζουν κατά το δυνατό, ότι οι
εμπλεκόμενοι στη διαδικασία έπραξαν ό,τι
και όπως έπρεπε .
Θα συνεχίσω και θα ολοκληρώσω αυτό το
πρώτο μέρος της παρέμβασής μου, με τα προβλήματα που δημιουργούνται, όταν ως αιτία του εγκλεισμού νοείται
η επικινδυνότητα του πάσχοντος προσώπου , ανεξάρτητα από το εάν διατυπώνεται απροκάλυπτα (
επικίνδυνος πάσχων) ή με ηπιότερο τρόπο (πράξεις βίας κατά του ιδίου ή
τρίτου)
ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ:
Facebook
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΥΒΡΙΣΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ΘΑ ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ