Πειραιάς
1 Δεκεμβρίου 2019
Σκέψεις , προβληματισμοί και προτάσεις για την τροποποίηση του Νόμου
20171/92
Πρώτο μέρος : Το δικαίωμα της
Πολιτείας – Η
«επικινδυνότητα»
Συνεχίζω και
ολοκληρώνω την παρέμβασή μου αναφορικά με το δικαίωμα της Πολιτείας να
επιβάλλει σε πάσχοντες πολίτες της τον ακούσιο εγκλεισμό και να τους υποχρεώσει
σε θεραπεία. Θα αναφερθώ στα προβλήματα που δημιουργούνται όταν ως αιτία του εγκλεισμού και της θεραπείας νοείται
η επικινδυνότητα του πάσχοντος προσώπου,
ανεξάρτητα από το εάν αυτό διατυπώνεται απροκάλυπτα
( ο πάσχων ονομάζεται χωρίς
περιστροφές επικίνδυνος ) ή με
ηπιότερο τρόπο ( ο πάσχων ενδέχεται να
προβεί σε πράξεις βίας κατά του ιδίου ή τρίτου)
Το Γενάρη
του 1984 πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη με πρωτοβουλία της Επιστημονικής Ένωσης
του Δαφνιού , σε συνεννόηση –
μέσω της αξέχαστης Έφης Σκλήρη- με τον καθηγητή
της Νομικής Σχολής του
Πανεπιστημίου Αντώνη Μανιτάκη , Ανοικτή Συζήτηση με θέμα τα συνταγματικά
δικαιώματα των ψυχικά πασχόντων. Ήταν μια ακόμα προσπάθεια της
Επιστημονικής Ένωσης να καταργηθεί το
χουντικό διάταγμα 104/73. (Αποσπάσματα της συζήτησης από την απομαγνητοφώνησή
της δημοσιεύτηκαν στο Δεύτερο
Τεύχος των Τετραδίων το 1984 και έχουν
αναδημοσιευτεί στο «Εν ασύλω» στις 16 Ιουλίου 2018)
Κατά τη συζήτηση μεγάλο μέρος της οποίας αναφερόταν στην
«επικινδυνότητα» των ψυχικά πασχόντων ,ο καθηγητής Αλεξιάδης έθεσε το πρόβλημα καθαρά. Είπε : « Το 104/73 είναι αντισυνταγματικό …γι’ αυτό δεν υπάρχει
αμφιβολία . Εκείνο όμως που κοντεύει να μας ξεφύγει είναι το εξής: Ότι οι
ψυχασθενείς έχουν βέβαια το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια που
κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα ,ταυτόχρονα όμως η ίδια ελευθερία κατοχυρώνεται
από το Σύνταγμα και για τους τρίτους. Υπάρχει λοιπόν μια ανάγκη για εισαγωγή
κάποιων ανθρώπων στο Ψυχιατρείο για λόγους προστασίας της δημόσιας τάξης και
ασφάλειας . Ας το θέσω έτσι . Υπάρχει κ.
Βαρουχάκη ή δεν υπάρχει;»
Αντιγράφω την απάντησή μου τότε (έτος
1984) που θα μπορούσα να επαναλάβω σχεδόν
αυτούσια και σήμερα μετά από 35 χρόνια: Είπα: «Υποθέτω ότι ένας άρρωστος
είναι ενδεχόμενο υπό το κράτος ψυχικής διαταραχής να προβεί σε πράξης βίας ή καταστροφής .Υποθέτω , χωρίς
να είμαι νομικός, ότι η κοινωνία με το Κράτος Δικαίου μπορεί αυτού του ανθρώπου να του στερήσει την ελευθερία για όσο χρόνο
διαρκεί αυτή η κατάσταση. Είμαι βέβαιος ότι η πιθανότητα αυτή είναι πάρα πολύ
μικρή. Είμαι βέβαιος ότι η κοινωνία για να αποφύγει αυτόν τον ελάχιστο κίνδυνο
προβαίνει σε εγκλεισμό ανθρώπων που δεν εμφανίζουν αυτό τον κίνδυνο. Είμαι
βέβαιος ότι αυτές οι διαδικασίες που υπάρχουν πρέπει να γίνει ό,τι είναι δυνατό
για να αλλάξουν. … Πιστεύω ότι το
Κράτος, οι ψυχίατροι οι ίδιοι, η κοινωνία ,όλοι μας διευκολύνουμε στο να
μπαίνουν στο Νοσοκομείο άρρωστοι που δεν έχουν ανάγκη νοσοκομειακής περίθαλψης
και από κει και πέρα να υφίστανται πράγματα που είναι αταίριαστα στον άνθρωπο…».
Θα ήταν χρήσιμο επομένως να ανατρέξουμε
και να δούμε γιατί η εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία , επηρεασμένη προφανώς από
πολλούς και διάφορους παράγοντες ( π.χ επικρατούσες στη κοινωνία αντιλήψεις για
την ψυχική αρρώστια και τις συνέπειές
της στη δική της ασφάλεια, οικονομικές
δυνατότητες του Κράτους, θεραπευτικές
πρόοδοι κτλ) θεώρησε ως δεδομένο ότι η ψυχική αρρώστια μπορεί να οδηγήσει τον
πάσχοντα σε πράξεις και εν γένει συμπεριφορά
που συνεπάγεται σοβαρό κίνδυνο
για τους άλλους ή και τον ίδιο. Και να
παρακολουθήσουμε διαχρονικά ποιες
λέξεις, ποιού όρους , ποια
συγκεκριμένη διατύπωση χρησιμοποιεί ο Νομοθέτης ,όταν θέλει να
δηλώσει , ότι επιβάλλει τον εγκλεισμό επειδή το πάσχον πρόσωπο συνδέεται με το
ενδεχόμενο σοβαρού κινδύνου για το ίδιο ή άλλους . (Η σχετική π.χ.
διατύπωση που προκρίνει η
Πρότασης της Επιτροπής των Υπουργών του
Συμβουλίου της Ευρώπης έχει ως εξής: «
Ένας άρρωστος μπορεί να εγκλεισθεί σε
ίδρυμα μόνον όταν εξ αιτίας της ψυχικής
του διαταραχής αντιπροσωπεύει ένα σοβαρό
κίνδυνο για τον εαυτό του ή για άλλα πρόσωπα»
Στην Ελληνική νομοθεσία η πρώτη αναφορά σε συνδεόμενη
με ψυχική διαταραχή επικινδυνότητα υπάρχει στο Νόμο ΨΜΒ του 1862 όπου η σχετική διατύπωση προκειμένου να
επιβληθεί ο εγκλεισμός είναι ( άρθρο 13
): «…όταν η φρενοβλάβεια αυτών δύναται να εκθέσει εις κίνδυνον την δημοσίαν
τάξιν ή την προσωπικήν ασφάλειαν των πολιτών» . Θα πρέπει στο σημείο αυτό να επισημάνουμε ότι
με τη διατύπωση αυτή:
1.Ο Νομοθέτης σέβεται το πάσχον πρόσωπο . Δεν είναι ο πάσχων που εκθέτει σε κίνδυνο ,
αλλά η ψυχική του πάθηση.
2. Ο κίνδυνος αφορά μόνο
την ασφάλεια των πολιτών και τη δημόσια
τάξη . Δεν περιλαμβάνει δηλαδή άλλες πράξεις του πάσχοντος
από την οποία μπορεί να προκληθεί άλλης τάξεως βλάβη ( π.χ. περιουσιακή
βλάβη, κατασπατάληση της περιουσίας ,δυσφήμιση κ.τ.λ. )του ιδίου ή
άλλων.
3. Ο κίνδυνος αφορά τους άλλους και όχι
τον ίδιο τον πάσχοντα.
Το
Νόμο αυτό κατήργησε η Χούντα με το
Ν.Δ 104/1973 που συνυπογράφει σύσσωμη η Κυβέρνηση και την Υπουργική Απόφαση Γ2β/3036 της 30ης Νοεμβρίου 1973, την έκδοση της οποίας
προέβλεπε αυτό το Διάταγμα και την υπογράφει ο Υπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών Χαρ. Γεωργιόπουλος.
Στο άρθρο 5 του Νομοθετικού αυτού διατάγματος :
1.
Οι
πάσχοντες αποκαλούνται απροκάλυπτα
«επικίνδυνοι ψυχοπαθείς». Ο σεβασμός στο πρόσωπο του αρρώστου που
υπήρχε στη διατύπωση του Νόμου Ψ.Μ.Β . διαγράφεται .
2.
Στον
κίνδυνο για τη δημόσια τάξη και την ασφάλεια των πολιτών προστίθεται και ό
κίνδυνος για τον ίδιο των άρρωστο.
Στην Υπουργική απόφαση Γ2β/3036 /1973
υπάρχουν διαφοροποιημένες διατυπώσεις,
όπως : «ασθενής επικίνδυνος δια τον εαυτόν του ή τους συνανθρώπους του», « ασθενής ψυχωτικός και επικίνδυνος»
Στο άρθρο 1 Της Υπουργικής αυτής απόφασης υπάρχει και η αδίστακτη φασιστική διάταξη ,
που ορίζει , ότι είναι δυνατή
η συνέχιση του εγκλεισμού ακόμη και εκούσια εισελθόντα αρρώστου εάν « …η κατάστασίς του έχει επιδεινωθεί εις βαθμόν
ώστε να κρίνεται η έξοδός του είτε ως
πρόωρος είτε ως επικίνδυνος» .
Στην Υπουργική Απόφαση Α2β/5345 της
20ης Νοεμβρίου 1978 που
υπογράφει εν καιρώ Δημοκρατίας ο Σπυρίδων Δοξιάδης η συνδεόμενη με τον άρρωστο
επικινδυνότητα που επιτρέπει τον εγκλεισμό του αναφέρεται με την
διατύπωση: «Όταν ο πάσχων εκ ψυχικής
διαταραχής είναι πιθανόν ότι θα βλάψη τον εαυτόν του ή άλλους …»
Αυτές οι γενικές και αόριστες
διατυπώσεις ,που διευκόλυναν την είσοδο ,σε συνδυασμό και με τις ανυπέρβλητες δυσκολίες και τα προσκόμματα,
που έμφοβοι διοικητικοί παράγοντες και ανεύθυνοι ψυχίατροι και εισαγγελείς παρενέβαλλαν στην έξοδο από τα ψυχιατρεία των αρρώστων,
οδήγησαν στον άδικο εγκλεισμό ακόμη και δια βίου, στον πρόωρο θάνατο, στη φυσική και ψυχική
εξουδετέρωση χιλιάδων άκακων και
ειρηνικών ανθρώπων.
Στο δεύτερο τεύχος των «Τετραδίων
Ψυχιατρικής» ( Αύγουστος 1984) δημοσιεύεται το άρθρο μου με τίτλο « Το
Νομοθετικό Διάταγμα 104/73 : Ένας Νόμος της Χούντας ακλόνητος και εν καιρώ
Δημοκρατίας»
Στο άρθρο αυτό (που το έχω αναδημοσιεύει
στο «Εν Ασύλω» τον Ιούλιο του2018)
περιγράφω τους αγώνες μιας μικρής ομάδας «ασυλιακών» ψυχιάτρων που δούλευαν στο
Δαφνί και ζούσαν στο πετσί τους την απανθρωπιά του Ασύλου, για να αλλάξει αυτή
η φρικτή κατάσταση . Αυτής της μικρής ομάδας οι προσπάθειες κατέληξαν στην
ψήφιση του Νόμου 2071/1992 . Συνιστώ σε όσους θα ασχοληθούν με τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν στο Νόμο
αυτό εάν μεν το ξέρουν και θελημένα ή αθέλητα το έχουν λησμονήσει να
το ξανακοιτάξουν , εάν δε δεν το έχουν διαβάσει να το διαβάσουν και δεν
έχουν να χάσουν.
Στο άρθρο αυτό περιγράφω τα
προβλήματα που δημιουργούσαν οι διατάξεις
της ισχύουσας τότε Νομοθεσίας και που οδηγούσε ,συν τοις άλλοις , στο
χαρακτηρισμό ως επικίνδυνων της
συντριπτικής πλειοψηφίας των εγκλείστων. Όπως π.χ. να χαρακτηρίζονται
επικίνδυνοι άρρωστοι , όχι επειδή
προέβαιναν ή υπήρχε κίνδυνος να προβούν σε πράξεις βίας αλλά
με την επίκληση άλλων διατάξεων(π.χ. διατάραξη της κοινής ειρήνης,
ειρήνης πολιτών, εξυβρίσεις , γενικώς ενοχλητική συμπεριφορά κλπ) . Και
επίσης να χαρακτηρίζονται και να
εγκλείονται ως επικίνδυνοι άρρωστοι
επειδή με την όποια ψυχική διαταραχή τους η οποία όμως ουδόλως τους οδηγούσε σε πράξεις
βίας , συνυπήρχε σοβαρή σωματική αρρώστια ή αναπηρία , αδυναμία να υπερασπιστούν
τον εαυτό τους , ανυπαρξία της
απαιτουμένης για ορισμένους αρρώστους ( συνήθως υπερήλικες ή νοητικά
υπολειπόμενους) της απαιτούμενης οικογενειακής ή κοινωνικής προστασίας και
μέριμνας .Το χουντικό πνεύμα εξ άλλου φώτιζε άπλετα και τις διατάξεις που αφορούσαν όχι μόνο την
είσοδο, αλλά και την έξοδο των αρρώστων ,που
μπορούσε να παρεμποδιστεί με χίλιους τρόπους ( π.χ. εάν ο γιατρός κρίνει ότι η έξοδος του αρρώστου είναι
«πρόωρος» ή η συνέχιση της νοσηλείας για απροσδιόριστο μάλιστα χρόνο είναι
«απαραίτητη» ή να παρεμποδιστεί η έξοδος του αρρώστου απλά και μόνο επειδή «υπάρχει πιθανότητα να
εκδηλώσει αντικοινωνική συμπεριφορά.» ή επειδή δεν «κατέστη κοινωνικώς
βιώσιμος».
Αυτές τις στρεβλώσεις επιχείρησε να
διορθώσει ο νόμος 2071/1992 .
Η σχετική με την «επικινδυνότητα» διατύπωση που
προκρίθηκε ως αιτία για την «ακούσια νοσηλεία»
είναι : « Η νοσηλεία ασθενή που πάσχει από ψυχική διαταραχή να είναι
απαραίτητη για να αποτραπούν πράξεις βίας κατά του ιδίου ή τρίτου». Αυτή την
«αποτροπή πράξεων βίας» ο νομοθέτης θεωρεί
ως αναγκαίο αλλά και επαρκή από μόνο του λόγο για την επιβολή της «ακούσιας
νοσηλείας» , χωρίς να εξετάζει περαιτέρω εάν ο πάσχων είναι ή δεν είναι ικανός «να κρίνει για το συμφέρον της υγείας του», ούτε εάν η « ακούσια νοσηλεία» θα έχει θεραπευτικό
αποτέλεσμα , ούτε πόσο θα διαρκέσει.
Αποφεύγει έτσι να δώσει απαντήσεις σε μείζονα ζητήματα και κυρίως να
προσδιορίσει ποια θα είναι η τύχη του πάσχοντος
στη σπανιότατη μεν, αλλά υπαρκτή
περίπτωση ,όπου παρά τα πολλαπλά και
ποικίλα θεραπευτικά μέτρα και τον επαρκή
χρόνο εφαρμογής τους δεν φαίνεται να υπάρχει ελπίδα ουσιαστικού θεραπευτικού
αποτελέσματος.
Ως μέλος της Επιτροπής που εισηγήθηκε
τις περί Ψυχικής Υγείας διατάξεις του Νόμου αυτού είχα προτείνει την απάλειψη
αυτής της διάταξης για δύο λόγους:
Ο
πρώτος είναι επειδή ,παρά τη βελτιωμένη
διατύπωση ,δεν αποτρέπει τον άδικο ,
βάναυσο και δια βίου στιγματισμό όλων
συλλήβδην των ψυχικά πασχόντων ως όντων επικίνδυνων , έτοιμων και επιρρεπών να
απειλήσουν την ίδια τη ζωή των άλλων ή και τη δική τους. Ο δεύτερος
λόγος για τον οποίο η διάταξη αυτή πρέπει να καταργηθεί είναι ακριβώς επειδή πράξεις βίας είναι
πάντοτε ένα σύμπτωμα μεταξύ πολλών άλλων
( π.χ. ψευδαισθήσεις , παραληρητικές
ιδέες, υπερκινητικότητα, κατάθλιψη και πολλά άλλα) από τα οποία διαπιστώνεται η ύπαρξη μιας σοβαρής ψυχικής διαταραχής , εξ αιτίας
της οποίας ο πάσχων βιώνει ψυχικό πόνο, βασανίζεται και υποφέρει, η οποία
τον οδηγεί σε διαστρέβλωση της πραγματικότητας και που επιδρά
καταλυτικά στη βούλησή του σε βαθμό που τον εμποδίζει να πράξει σύμφωνα με το συμφέρον του. Δηλαδή να
επιδιώξει τη θεραπεία του αυτόβουλα ή να
καταλάβει ότι η θεραπεία του αποβλέπει
και στο δικό του συμφέρον και όχι μόνο των άλλων . Πρόκειται δηλαδή για μια
ψυχική διαταραχή η οποία, υπάρχει ή δεν υπάρχει μεταξύ των συμπτωμάτων της και το σύμπτωμα των πράξεων βίας ,ανταποκρίνεται σε όλες τις αναγκαίες
προϋποθέσεις ,προκειμένου η Πολιτεία να ασκήσει το δικαίωμά της να επιβάλει στον πάσχοντα την ακούσια θεραπεία του . ΄
Θεωρώ επομένως καίριο βήμα προς τη σωστή
κατεύθυνση το γεγονός ότι στο προτεινόμενο νομοσχέδιο η διάταξη αυτή
καταργείται
Κάποιες επί πλέον παρατηρήσεις θεωρώ
χρήσιμες.
Η
κλινική πείρα διδάσκει ότι η θεραπευτική
αντιμετώπιση πάσχοντος , που προβαίνει ή
επίκειται να προβεί σε πράξεις βίας, απαιτεί στη συντριπτική πλειοψηφία των
περιπτώσεων νοσηλεία λίγων ημερών. Επομένως
είναι αποδεκτό να θεωρήσουμε ότι ο πάσχων , εάν η ψυχική του διαταραχή δεν
είχε καταστροφική επίδραση στη βούλησή του , θα προτιμούσε την ,ακούσια έστω, θεραπεία του , από το ενδεχόμενο να υποστεί
τις συνειδησιακές και ποινικές συνέπειες
εάν εναντιωνόμενος στη θεραπεία του είχε
προκαλέσει βαριά σωματική βλάβη ή ακόμη και το θάνατο κάποιου.
Υπάρχει
επίσης ένα θέμα που πρέπει ο νομοθέτης
να αντιμετωπίσει και που προκύπτει από το γεγονός ότι ο πάσχων που μεταξύ των άλλων συμπτωμάτων
του προβαίνει ή επίκειται να προβεί σε
πράξεις βίας θέτει σε άμεσο και
ανεπανόρθωτο κίνδυνο το μείζον αγαθό της ζωής
των άλλων ή και του ίδιου . Είναι
επομένως θεμιτή η θέσπιση
ειδικότερων διαδικασιών σε τέτοιες περιπτώσεις
διαφορετικών από αυτές που προβλέπονται σε εκείνες , όπου πράξεις βίας δεν
διαπιστώνονται . Οι διαφοροποιήσεις
αυτές θα πρέπει να αποσκοπούν στην κατεπείγουσα εφαρμογή της θεραπείας χωρίς γραφειοκρατικές ή άλλες εμπλοκές που θα
μπορούσαν να προκαλέσουν καταστροφικές καθυστερήσεις. Θα πρέπει όμως παράλληλα
να δίνουν σαφείς και ξεκάθαρες λύσεις στα επί μέρους κρίσιμα ζητήματα όπως.
Ποιοι δικαιούνται να ζητήσουν την
ακούσια θεραπεία και ποιες διαδικασίες πρέπει να ακολουθήσουν, σε ποια Μονάδα Ψυχικής
Υγείας θα εγκλεισθεί ο πάσχων, ποια θα
είναι η διάρκεια του εγκλεισμού ,πως θα εξασφαλιστεί ,από ένα ανεξάρτητο όργανο,
ο
έλεγχος των μέτρων περιορισμού
της ελευθερίας του πάσχοντος προς
αποφυγήν καταχρηστικής και δυσανάλογης επιβολής τους από τους υπεύθυνους της Μονάδας .Κυρίως όμως να τολμήσει αυτό που
δεν τόλμησε ο Νόμος 2071/92 .
Να προσδιορίσει δηλαδή ποια
θα είναι η τύχη του πάσχοντος στη
σπανιότατη μεν αλλά υπαρκτή περίπτωση, όπου ,παρά τα πολλαπλά και ποικίλα
θεραπευτικά μέτρα και τον επαρκή χρόνο
εφαρμογής τους, δεν φαίνεται να υπάρχει ελπίδα ουσιαστικού θεραπευτικού
αποτελέσματος
. Θα επανέλθω στο θέμα καταθέτοντας τις προτάσεις μου.
Ολοκληρώνοντας το πρώτο μέρος της παρέμβασής μου στο
Νομοσχέδιο για την ακούσια ψυχιατρική περίθαλψη πρέπει να προσθέσω κάτι ακόμη. Αναφέρθηκα ήδη
στις στρεβλώσεις από την αλόγιστη χρήση των ψυχοφαρμάκων .Ένα άλλο φαινόμενο με
βάζει σε σκέψεις και με προβληματίζει :Είναι η τάση και η ζέση με την οποία
επιχειρούν οι συνάδελφοί μου την
περαιτέρω εξειδίκευσή τους και
οργανώνονται σε «κλάδους».
Η επιστημονική εξειδίκευση ασφαλώς ευνοεί την επαγγελματική
και κοινωνική πρόοδο του ειδικού , που
ασφαλώς δεν είναι καθόλου προς ψόγο. Επίσης συντελεί αναμφισβήτητα και στη
πρόοδο της επιστήμης που κάθε επιστήμονας οφείλει να επιδιώκει. ΄Ετσι προχωράει
η επιστήμη , έτσι προσεγγίζονται νέες αλήθειες , που ενσωματώνονται με τις παλιές ή και τις απορρίπτουν. Οι ψυχίατροι
οφείλουν επομένως, όπως όλοι οι επιστήμονες
,να σκέπτονται, να παρατηρούν , να ερευνούν και να μαθαίνουν . Και να
επικοινωνούν με τους συναδέλφους τους ,
να οργανώνουν συνέδρια και να μοιράζονται μαζί τους με οποιοδήποτε πρόσφορο
τρόπο τις σκέψεις και τις εμπειρίες τους.
Δεν πρέπει όμως να
παραβλέπουν και να υποτιμούν τις παράπλευρες
αρνητικές συνέπειες της
επιστημονικής έρευνας. Και δεν πρέπει να ξεχνούν κυρίως ότι η γνώση δεν
χρησιμοποιήθηκε πάντοτε για το καλό και ότι η άκρα εξειδίκευση και η
αποκλειστική ενασχόληση με το μέρος , παραμελεί το όλον που στη μαχόμενη
ψυχιατρική είναι το πάσχον πρόσωπο και
όχι μόνο το ένα ή το άλλο από τα
συμπτώματά του. Με προβληματίζει λοιπόν
το γεγονός ότι υπό την αιγίδα της
Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας στεγάζονται και δραστηριοποιούνται επιστημονικά
τριάντα ένας «κλάδοι» που μου μοιάζει μεγάλος αριθμός. Δεν αμφιβάλλω ότι οι
συνάδελφοι των κλάδων αυτών με τις έρευνές τους στα αντίστοιχα πεδία θα εμπλουτίσουν σε μεγάλο βαθμό τις αντίστοιχες γνώσεις μας .Φοβάμαι όμως
μήπως δε θα είναι πάντοτε και από όλους
τους κλάδους προς όφελος της μαχόμενης ψυχιατρικής και των αρρώστων .Ανησυχώ
π.χ. μήπως η επιστημονική δραστηριότητα
κλάδων όπως ο κλάδος «αυτοκαταστροφικών
συμπεριφορών» ,ο κλάδος « βίαιων συμπεριφορών», ο κλάδος «ψυχιατροδικαστικής»
οδηγήσει σε παρερμηνείες των ερευνητικών αποτελεσμάτων , ενίσχυση της
προκατάληψης για την ψυχική πάθηση και
την επικινδυνότητα των ψυχικά πασχόντων , εμπλοκή συναδέλφων με τις διαδικασίες
και τις προβλέψεις ενός προβληματικού Νόμου που αφορά πάσχοντες που παρέβησαν
τον Ποινικό Νόμο και άλλες παράπλευρες αρνητικές συνέπειες.
ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ:
Facebook
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΥΒΡΙΣΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ΘΑ ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ